Στην Πατρίδα…….Ιστορία μιας προσφυγικής οικογένειας
Βιβλίο της κυρίας Πελαγία Βορεινού - Σερέτη
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2006 Πρόλογος του Δημήτριος Μαυρόπουλος
Η ιστορία μιας οικογένειας είναι η ιστορία ενός έθνους, ενός λαού, και τα όσα αφηγείται η κυρία Πελαγία Σερέτη στο βιβλίο της δεν είναι παρά οι δραματικότερες πτυχές της ελληνικής ιστορίας κατά τον 20ο αιώνα.
Πρόκειται περί μιας τοιχογραφίας, όπου γεγονότα, πρόσωπα, σκέψεις και συναισθήματα, δίνονται στο πλαίσια του μικρόκοσμου ενός ατόμου και μιας οικογένειας, τα οποία όμως έμμεσα καθώς γενικεύονται, αφορούν μέσω του αντίκτυπού τους, συνολικά τη φυλή μας.
Μέσα από το νήμα των αναμνήσεων του Θεολόγου, του κεντρικού ήρωα της αφήγησης, αλλά και των συγγενών του, ξετυλίγεται το υφάδι των σκέψεων, των συναισθημάτων, των ελπίδων, και των πεπραγμένων, που σημάδεψαν τον τόπο και εν τέλει στένεψαν τους εθνικούς ορίζοντές του με απρόσμενες επιπτώσεις στο κοινωικοοικονομικό και στο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Η επέκταση των εθνικών συνόρων, με την ελληνική αστική τάξη να προπορεύεται, ήδη με τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, σήμαινε και τη συνακόλουθη πρόοδο σ’ όλους τους τομείς, ενώ αντιθέτως ο ακρωτηριασμός τους αυτομάτως σημάδεψε μια ακατάσχετη ομφαλοσκόπηση απτή και αναγνωρίσιμη έως τις μέρες μας.
Το αφήγημα της κυρίας Πελαγίας Σερέτη ξετυλίγεται από τις αρχές του εικοστού αιώνα στα νησιά της Προποντίδας και κορυφώνεται με τη μεγάλη μετανάστευση των Ελλήνων στις υπερπόντιες και ηπειρωτικές χώρες, απόρροια των δεινών που επισωρεύτηκαν στον τόπο από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1940-1944) και τον αδελφοκτόνο Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο (1944-1949). Η ελληνικότητα των νησιών, οι ασχολίες των κατοίκων, τα έθιμά τους, καθώς και οι σχέσεις μεταξύ ντόπιων και Τούρκων, περνούν μέσα από την αφηγηματική ματιά της συγγραφέας, η οποία γράφει με κέντρο τη ζωή του Θεολόγου. Έτσι, ο ιστορικός χρόνος και τα γεγονότα που επισυμβαίνουν εντός του, κυλά και βιώνεται παράλληλα με το ξετύλιγμα της ηλικίας του κεντρικού ήρωα.
Η λογοτεχνία, είναι αλήθεια, όταν είναι γνήσια και αυθεντική δε στοχεύει μόνο στο αισθητικό αποτέλεσμα, αλλά πρωτίστως διδάσκει, προβληματίζει, αποτελεί παρακαταθήκη πολύτιμη. Κάποτε και τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα δίνονται εναργέστερα και ουσιαστικότερα μέσω της λογοτεχνίας και προβάλλονται τότε στις πραγματικές τους διαστάσεις, όπου πλέον ο συναισθηματισμός και το βίωμα μιλά γι’ αυτά κι όχι η λογική και η επιλεκτική μνήμη. Η λογοτεχνία προσφέρει επιπλέον αυθεντικότερα τεκμήρια ικανά να χρησιμοποιηθούν ως ιστορικές αποδείξεις μιας γενικότερης ιστορικής θεώρησης και σύνθεσης. Και γνήσια λογοτεχνία έχουμε όταν η σύγκρουση είναι παρούσα στα δρώμενα κι όχι καταστάσεις ηρεμίας και εφησυχασμού. Αυτή την αποστολή της λογοτεχνίας επιτελεί πιστά και το αφήγημα της συγγραφέας.
Το έργο της κυρίας Πελαγίας Σερέτη είναι πλούσιο σε λογιών λογιών στοιχεία, παιδαγωγικά, ιστορικά καθαυτά, οικονομικοεπαγγελματικής φύσης, θρησκευτικά, λαογραφικά.
Ποιος μπορεί να προσπεράσει την τιμωρία που επέβαλε ο δάσκαλος στον νεαρό θεολόγο όταν αυτός περιδιάβαινε αμέριμνος το γιαλό παίζοντας και ψαρεύοντας; Η τιμωρία της δημόσιας διαπόμπευσης, με το φτύσιμο από τους συμμαθητές, όχι μόνο τεκμηριώνει συμπεριφοριστικές πρακτικές, όπως αυτές αντικατροπτίζονται στην αρνητική ενίσχυση, αλλά αναδεικνύει και τις διαπροσωπικές σχέσεις αλληλεγγύης ή αντιπάθειας μεταξύ των συμμαθητών.
Από το διάβασμα του έργου θα πιστοποιήσει ο αναγνώστης τη βαθιά θρησκευτικότητα των κατοίκων των νησιών, και αργότερα των μετέπειτα προσφύγων, όπου κέντρο της κοινωνικοπνευματικής ζωής αποτελούσε η Εκκλησία και οι θρησκευτικές γιορτές και τα έθιμα που εκπορεύονταν από αυτήν. Αυτή η βαθιά ευλάβεια του πληθυσμού εκφράζεται με την παράτολμη πράξη του Θεολόγου να αρπάξει από τα χέρια του Τούρκου χωροφύλακα, στο διάστημα της επιστροφής του από τον εκτοπισμό που δρομολογήθηκε με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914) και τη λήξη του (1918) στο Κλαζάκι του Μαρμαρά, τις εικόνες που αυτός προόριζε για καυσόξυλα, διότι έτσι ξεπλήρωνε το χρέος του προς Αυτήν που τον έσωσε. Επίσης ο ήρωας μας έκανε τάμα στην Παναγιά »ένα τενεκέ λάδι», αν ο γιος του ο Αλέκος που έπεσε στα χέρια των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού, κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου (1944-1949), κατάφερνε και ξέφευγε απ’ αυτούς, μια που υπήρχε κίνδυνος να γίνει θύμα του περίφημου «παιδομαζώματος» (απαγωγή και μεταφορά παιδιών στις σοσιαλιστικές χώρες υπό το πρίσμα μιας σειράς λόγων που εν τέλει αποδείχτηκαν ότι ήσαν και ουτοπικοί αλλά και εθνικά ζημιογόνοι, ατυχείς ακόμη και γι’ αυτούς που το σκέφτηκαν και το σχεδίασαν).
Πολύτιμα στοιχεία αντλεί κανείς και γύρω από τον τρόπο οργάνωσης του υπόδουλου ελληνισμού στα χρόνια της τουρκοκρατίας, στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τόσο η απονομή της δικαιοσύνης(θεμελιωμένη σε απλές διαδικασίες και αποβλέποντας στη συνοχή της κοινότητας άρα έχοντας ως σκοπό τη συμφιλίωση κι όχι την εν δυνάμει τιμωρία) όσο και οι φορολογικοοικονομικές σχέσεις(πράξεις διαθηκών, υιοθεσίας, προικοσυμφώνων και αγοραπωλησίας) διενεργούνταν από τη δημογεροντία, με επικεφαλής τον προεστό, και τον αρχιερατικό επίτροπο. Βέβαια, η δημογεροντία και ο προεστός επωμίζονταν και πέραν των αναφερόμενων υποχρεώσεων, τα οποία ήταν καταχωρημένα δικαιώματα ήδη με την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), και άλλες αρμοδιότητες, όπως επί παραδείγματι αστυνομικές και στρατολογικές υποχρεώσεις.
Συνταρακτικό είναι επίσης ένα μοιρολόι, για την πρόωρα χαμένη «Πελαϊτσα» παραλληλισμένο με τα μοιρολόγια της Μάνης, ουσιαστικά ένα μοιρολόι για τις χαμένες πατρίδες εκφρασμένο σε ανύποπτο χρόνο.
Ο τρόπος εξόντωσης του μικρασιατικού ελληνισμού με την στρατολόγηση των ανδρών στα Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού) και του υπόλοιπου πληθυσμού με τον εκτοπισμό είναι επίσης παραστατικός και δίνεται με μεγάλη μαεστρία από την πένα της συγγραφέας. Οι επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού, όπως και το γεγονός της αιχμαλωσίας των Ελλήνων στρατιωτών και των συνθηκών υπό τις οποίες διήγαγαν και έπρεπε να ανταπεξέλθουν, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, είναι όντως συνταρακτικός. Για την μέχρις εσχάτων μάχη στο
Εσκί Σεχίρ και τον ύποπτο ρόλο των «Συμμάχων» διασώθηκε και το παρακάτω ποίημα:
«Στη Σμύρνη σφάζονται αρνιά
στην Πόλη δε κριάρια
και απάνου στο Εσκί Σεχίρ
σφάζονται παλικάρια.
Εσκί Σεχίρ ατρόμητο
Με σίδερα δεμένο
Μας έχεις κάψει την καρδιά
Να ‘σαι καταραμένο.
Δε το ‘ξεραν οι Έλληνες
Με ποιους να πολεμήσουν
Με Τούρκους, Γάλλους ή Ιταλούς
Για να οπισθοχωρήσουν.
Πολλές μανάδες κλάψανε
Κι εφόρεσαν τα μαύρα
Σαν ήκουσαν πως χάθηκε
Το δεύτερο το τάγμα.
Πολλές μανάδες κλάψανε
Ας κλάψει κι η δική μας
Και στης Άγκυρας τα βουνά
Ας έβγει η ψυχή μας.
Κι όταν ήλθε διαταγή
Από το στρατηγείο
Εφ’ όπλου λόγχη βρε παιδιά
Κατά του Σαγγαρίου.
Και στην Άγκυρας τα βουνά
Θα κτίσω ένα πηγάδι
Θα δώσω δρόμο το νερό
Την Άγκυρα να πάρει.
Να νίβονται οι άνιφτοι
Να πίνουν οι διψασμένοι
Να δένουν τις λαβωματιές
Και κειν’ οι πληγωμένοι.
Παρότι στο έργο υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις όπου αναδεικνύεται η αλληλεγγύη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, στη βάση της φιλίας, της αμοιβαίας προσφοράς υπηρεσιών, της αλληλεγγύης ή της επίκλησης του θρησκευτικού συναισθήματος, τούτο δε πρέπει να ξεγελά: οι φυλετικές, θρησκευτικές, γλωσσικές και πολιτιστικές διαφορές υφίστανται και καθοδηγούν μοιραία τους ανθρώπους στο να πράξουν κάτι ή να μη το πράξουν, είναι κυρίαρχες και κανονιστικές, άλλωστε κάτι τέτοιο εκφράζεται στη γενικότητα του, ως συμπέρασμα, από τον ίδιο τον κεντρικό ήρωα και επιβεβαιώνεται αναντίρρητα από τα γεγονότα.
Αλλά μήπως και η υπόψη που τείνει να καθιερωθεί εν μέσω των σύγχρονων ιστορικών αντιλήψεων και απορρίπτει τον όρο «τουρκοκρατία» ή εισάγει τη πολυφυλετικότητα και πολυπολιτισμικότητα αγνοώντας προκλητικά τον εθνικό καθορισμό, δεν καταρρίπτεται από την ανάγνωση του έργου; Η σώφρονα και νουνεχής τοποθέτηση επί του αναφερόμενος ζητήματος δεν είναι δυνατόν να μη λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι δεν υπήρχε οριζόντια επικοινωνία, πέραν των αυτονόητων οικονομικών ανταλλαγών και δοσοληψιών, αλλά κάθετη επικοινωνία και αυτή μέσω της εξουσίας και μ’ αυτήν την εξουσία, ότι δεν υπήρχε εθελοντικός, αυθόρμητος συγκερασμός, επιμειξίες, σε φυλετικό, εθνικό ή πολιτιστικό επίπεδο, που όμως επουδενί λόγω ανέτρεψαν ή δημιούργησαν «πληθυσμό», »πλήθος», πράγμα που αργότερα επιχείρησε να πράξει ο κομμουνισμός με την πρόταξη της «αταξικής κοινωνίας», κατά κύριο λόγο ιδεολογικά, ιδεατά, ή η παγκοσμιοποίηση σήμερα με την πολυφυλετικότητα και πολυπολιτισμικότητα, μέσω της πρόταξης της οικονομίας και πάλι.
Με την διασπορά των προσφύγων στη Μακεδονία, αυτή άρδην άλλαξε το εθνολογικό της τοπίο. Εντύπωση προκαλεί η εξήγηση, την οποία έδιναν οι ντόπιοι κάτοικοι της Καλής, χωριού του νομού Πέλλας, για το γεγονός ότι μιλούσαν ως μητρική γλώσσα τη βουλγαρική, παρότι ζούσαν στην Ελλάδα, πράγμα που εκφραζόταν ως αντινομία, εφόσον και πάλι οι πρόσφυγες της Προποντίδας διατήρησαν τη μητρική τους γλώσσα αλώβητη. Ο ντόπιος κάτοικος λοιπόν της «Καλής» στη συνομιλία που είχε με τον Θεολόγο του έδωσε την εξής ερμηνεία γι’ αυτό το παράδοξο, την οποία μπορεί να λάβει κανείς ως βάση για να αναιρέσει σ’ ένα εμπειρικό επίπεδο τα περί Σλάβων στην Ελλάδα: «Εμείς εδώ είχαμε Βουλγάρους και δεν μας άφηναν να μιλάμε ελληνικά». Επίσης, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι οι Σλάβοι παρότι κατά τη διάρκεια του πρώτου Βουλγαρικού κράτους ήταν υποτελείς, τελικώς κατάφεραν να επιβληθούν στους εξουσιαστές τους Πρωτοβούλγαρους στη βάση και μόνο της αριθμητικής τους υπεροχής. Εφόσον οι συνιστώσες της εθνικής συνείδησης είναι, οπωσδήποτε, η φυλετική καταγωγή, η
γλώσσα, η θρησκεία και ο πολιτισμός, στοιχεία τα οποία προσδιόρισε ο πατέρας της ιστορίας Ηρόδοτος, δηλαδή το όμαιμο, το ομόγλωσσο, το ομόθρησκο και το ομότροπο, κατ’ ακολουθία η έλλειψη κάποιου από αυτά, για ιστορικούς λόγους ή η εμφανή προτεραιότητα κάποιου εξ αυτών σε δοσμένο χώρο και χρόνο, δεν αναιρεί, αλλά επιβεβαιώνει την εθνική συνείδηση. Το αυτό συνέβη και με τους κατοίκους εκείνων των περιοχών της Ελλάδας που για διαφόρους λόγους, πέρα από τη θέλησή τους, έκαναν χρήση μιας ξένης, αλλότριας γλώσσας, αλλά στη βάση της συνείδησής τους ή ακόμη της «εκλογής» τους, αισθάνονταν Έλληνες.
Η εναντίωση πάλι ντόπιων και προσφύγων παρουσιάζεται μέσα από το έργο σ’ όλη την πληρότητά της και εκφράζεται ήδη από τις πρώτες μέρες της επιβίβασης των τελευταίων στη μητροπολιτική Ελλάδα. Αυτή η σύγκρουση είχε πολλαπλά αίτια και εκκινούσε από οικονομικά κίνητρα(λιγοστοί βοσκότοποι), στρατολογικά μερικοί από τους ντόπιους, «παλαιοελλαδίτες», θεωρούσαν ότι προσέφεραν υπέρμετρες υπηρεσίες πολεμώντας επί τριετία κατά τη μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922), μη λαμβάνοντας υπόψη ότι και Μικρασιάτες κατετάγησαν και πολέμησαν ως εθελοντές σ’ αυτήν, άρα κάθε υποτιθέμενη υπεκφυγή εκ μέρους των προσφύγων ανδρών και απόκρυψη της ηλικίας τους την
προσμετρούσαν ως αχαριστία απέναντι στην πατρίδα), γλωσσικά( τα επώνυμα πολλών προσφύγων ξένιζαν με την τούρκικη ορολογία, άλλοι πάλι δεν γνώριζαν ελληνικά, παρά μονάχα τουρκικά) και πολιτικά(η μεγάλη πλειονότητα των προσφύγων στήριζε εκλογικά τους φιλελευθέρους - Βενιζελικούς και θεωρούσε υπαίτιους της δεινής θέσης τους τούς Λαϊκούς - Κωνσταντινικούς)
Χάριν των ζωντανών αναμνήσεων του Θεολόγου και της προνοητικότητας της κυρίας Πελαγίας Σερέτη τούτες να τις καταγράψει είμαστε σε θέση σήμερα εμείς, ιστορικοί ή και αναγνώστες, να ανατρέξουμε σ’ αυτές για να αντλήσουμε εμπειρικά δεδομένα, τεκμήρια ιστορικής και πολιτιστικής φύσης. Το έργο βρίθει από αναφορές σε έθιμα και συνήθειες: από το έθιμο που συγκεφαλαιώνονταν στη φράση «καλησπέρα σας και το κοπέλι», έθιμο ουσιαστικά πρόωρης και νόμιμης αλληλογνωριμίας των νέων με πρόσχημα την πρωτοχρονιά(έθιμο που επιπλέον αποδεικνύει τη κρητική καταγωγή των κατοίκων του Μαρμαρά), το ξύρισμα του γαμπρού, και μέχρι το έθιμο του «κλύδωνα», όπου και πάλι σοφά η λαϊκή εθιμοτυπία προσπερνούσε ασφαλέστατα τα θρησκευτικά και κοινωνικά ειωθότα και παραδεδομένα για να επιτρέψει τους νέους να αλληλογνωριστούν καλύτερα.
Αλλά η κυρία Σερέτη μας διασώζει και τους στίχους από τα τραγούδια που τραγουδιόταν με αφορμή τα διάφορα κοινωνικά γεγονότα: «Μπαρμπέρη τα ξυράφια σου / καλά να τ’ ακονίσεις / τον νιόγαμπρο που ντύνεται / να μην τον εματώσεις» και «Ήρθε η ώρα η καλή / και η ευλογημένη / να πάρει αετός / την πέρδικα την χρυσοπλουμισμένη», στίχοι που τραγουδιόταν όταν ετοιμαζόταν ο γαμπρός για τη στέψη.
Ο ήρωας της αφήγησης ο Θεολόγος είναι ένας απλός λαϊκός άνθρωπος σκληρά δοκιμασμένος από τις εθνικές και κοινωνικές περιπέτειες του έθνους(Εκτοπισμός, Μικρασιατική καταστροφή, Εμφύλιος Πόλεμος, Μετανάστευση) που βαθιά μέσα του δεν πιστεύει στις σκοπιμότητες που αναγορεύονται σε ιδανικά για να παραπλανήσουν. Μένει βαθιά ανθρώπινος: «Έτσι περιμένετε να κερδίσετε και να φέρετε ισότητα στον κόσμο κλέβοντας από τους φτωχούς. Θα σας πάρει ο διάβολος. Λίγα είναι τα ψωμιά σας», λέει αγανακτισμένος όταν οι αντάρτες του έσφαξαν το βόδι του που μ’ αυτό διακονούσε την οικογένεια του.
Εντύπωση προκαλεί το μελανό περιστατικό που περιγράφει η συγγραφέας με το γερμανικό αεροπλάνο που έπεσε μεταξύ των χωριών Ξηροποτάμι και Πρόβλακα της Χαλκιδικής. Όταν ο Γερμανός επιζών ζήτησε βοήθεια από τους Ξηροποταμίτες αυτοί προσφέρθηκαν ολόθυμα. Ενώ εντόπισαν το αεροπλάνο και τον μοναδικό επιζώντα, ο οποίος ήταν βαριά τραυματισμένος, αντί να αναφέρουν, όταν επέστρεψαν στο χωριό, ότι στάθηκε αδύνατο να τον μεταφέρουν, αυτοί προσποιήθηκαν ότι δε βρήκαν το αεροπλάνο. Το χειρότερο ήταν ότι ο
πιλότος επέζησε για να διηγηθεί το συμβάν στο στρατιωτικό απόσπασμα που τους βρήκε την άλλη μέρα. Κι όχι μόνο αυτό. Κάποιος ή κάποιοι είχαν κόψει το δάκτυλο ενός από τους δυο νεκρούς πιλότους για να του αφαιρέσουν το δακτυλίδι. Αυτό προκάλεσε τη μήνη των Γερμανών, διότι το θεώρησαν συμβάν που αναιρεί το «ιπποτικό πνεύμα του στρατιώτη», ιεροσυλία και σκύλευση του νεκρού. Πράγμα που πληρώθηκε με αντίποινα.
Στο έργο, η κυρία Σερέτη μας διασώζει μια σειρά πολιτικοιδεολογικών κρίσεων που διατυπώνει είτε ο κεντρικός ήρωας ή άλλα πρόσωπα δίπλα σ’ αυτόν π.χ. για την ευθύνη της μικρασιατικής καταστροφής, τον Ελληνικό Εμφύλιο κ.α. Το περιεχόμενο αυτών των κρίσεων πρέπει αφενός να το αναγάγει κανείς μέσα στο πλαίσιο της εποχής που τις γέννησε και φυσικά έχοντας υπόψη την υποκειμενικότητα που διακρίνει τις εκφρασμένες απόψεις. Κάποτε η εμβριθής ιστορική ανάλυση μπορεί να αποδείξει ότι οι τρέχουσες κρίσεις, ενώ συνδέονταν με την πραγματικότητα άρρηκτα, δεν ευσταθούν. Και αυτό κάτω από το πρίσμα ότι είτε ήταν εμβόλιμες άρα κατασκευασμένες ή αυθόρμητες απόρροια άγνοιας και συναισθηματικής προσέγγισης. Όμως και στις δυο περιπτώσεις αποτελούν πολύτιμο ιστορικό στοιχείο αφόρμησης και διαπραγμάτευσης.
Αποτελεί ευτύχημα για όλους εμάς που η κυρία Πελαγία Σερέτη ανέλαβε να ζωντανέψει μέσω της γραφής τον Θεολόγο και την οικογένεια του, διότι έτσι μας διέσωσε το καθημερινό και αυθόρμητο, το απλό και ανθρώπινο στοιχείο που συγκροτούν κατά βάση τα γεγονότα του ιστορικού χρόνου, παρότι πολλές φορές τα παραπάνω βρίσκονται στη σκιά. Μέσα από μια γλώσσα που ρέει και γραφή στρωτή ο αναγνώστης του βιβλίου θα βγει πολλαπλά ωφελημένος, εφόσον σκύψει και ανασύρει από τα άδυτα της καθημερινότητας του ήρωα, που αλέθεται από τις μυλόπετρες της Ιστορίας, το ουσιαστικό και ανθρώπινο.