Από τη Θράκη στη Μακεδονία. Η ζωή
και
ο μαρτυρικός θάνατος ενός αγωνιστή
Βιβλίο της κυρίας Πελαγία Βορεινού - Σερέτη
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009 Πρόλογος του Δημήτριος Μαυρόπουλος
Η κυρία Πελαγία Βορεινού-Σερέτη και σ’ αυτό της το πόνημα, ενώ εξιστορεί την περιπετειώδη ζωή του Παναγιώτη Σερέτη ουσιαστικά ξαναζωντανεύει, φωτίζει, σύγχρονα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας. Έτσι, η ζωή ενός ανθρώπου και της οικογένειά του δένεται με την ιστορία του τόπου.
Η πλοκή της εξιστόρησης είναι όλως ενδιαφέρουσα. Εκκινά με τα ποικίλα ιστορικά, γεωγραφικά, εθνολογικά, στοιχεία που δίνονται για τη θρακική γη και τους αρχαίους Θράκες, μια κι ο ήρωας της αφήγησης ήταν πρόσφυγας από το χωριό Τσεκιρδελή της επαρχίας Ορτακίου του νομού Ανδριανουπόλεως. Οι σχέσεις των Θρακών με τους υπολοίπους Έλληνες μαρτυρούνται από πολύ ενωρίς. Ως γνωστόν ήδη στον Αργοναυτικό μύθο οι σύντροφοι του Ιάσωνα πηγαίνοντας στην Κολχίδα θα σταματήσουν στη Θράκη και θα ζητήσουν απ’ το βασιλιά Φινέα να τους δείξει το δρόμο προς αυτήν. Στη Ι’ ραψωδία της «Ιλιάδας» ο Όμηρος περιγράφει πώς ο θραξ ηγεμόνας Ρήσος εκστράτευσε με τους πολεμιστές του απ’ την περιοχή του Στρυμόνα ποταμού, όπου ήταν χώρος κατοικίας του, για να συμπαρασταθεί στους Τρώες στη ένοπλη σύγκρουσή των τελευταίων με τους Αχαιούς. Η κοινωνία των Θρακών ήταν φυλετικά συγκροτημένη, ενώ οι πολυάριθμες φυλές ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, πράγμα που το επιβεβαιώνει ο Όμηρος λέγοντας ότι οι Θράκες γνώριζαν την τέχνη της εκτροφής των αλόγων και καλλιεργούσαν την «εύφορη χώρα τους, τη μάνα των προβάτων».Ήδη από τον 8ο έως τον 6ο αιώνα π.Χ., με τον δεύτερο αποικισμό, ιδρύονται αποικίες στη νότια και αργότερα στη δυτική θρακική ακτή, οπότε και αναπτύχθηκαν μόνιμες σχέσεις ανάμεσα στις θρακικές φυλές και τα υπόλοιπα ελληνικά φύλα. Οι αξιόλογες εμπορικές συναλλαγές επέφεραν την αμοιβαία πολιτιστική αλληλεπίδραση. Ο μύθος του θράκα τραγουδιστή Ορφέα, η λατρεία του Διονύσου αλλά κι άλλοι μύθοι ενσωματώθηκαν δημιουργικά στην ελληνική μυθολογία, ενώ η ελληνική τέχνη θα επηρεάσει καταλυτικά τη θρακική, όπως μαρτυρούν οι αριστουργηματικές τοιχογραφίες, έργο του 4ου αιώνα, που βρέθηκαν στον θρακικό τύμβο κοντά στη βουλγαρική πόλη Καζανλούκ. Ενδεικτικά θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν οι πόλεις Άβδηρα και Μαρώνεια και τα ονόματα των Δημόκριτου (470 ή 460-361 ή 351 π.Χ.) και Πρωταγόρα (5ος αι. π.Χ.) για να καταδειχθεί η σπουδαιότητα της Θράκης ως ελληνικού πολιτιστικού κέντρου. Ο θρακικός πολιτισμός θα ακμάσει τον 5ο και τον 4ο π.χ. αιώνα και έκτοτε, ιδίως με την άνοδο των Μακεδόνων, οι οποίοι σημειωτέον εξελλήνισαν τις θρακικές χώρες, αλλά και την επιβολή αργότερα της Pax Romana βαθμιαία θα παρακμάσει. Η τελευταία αναλαμπή του αδούλωτου θρακικού πνεύματος θα είναι η αποτυχημένη εξέγερση του θράκα Σπάρτακου.
Η συγγραφέας αφιερώνει αρκετές σελίδες στην εξιστόρηση της ζωής όσο και των δεινών του θρακικού ελληνικού πληθυσμού στις πατρογονικές εστίες· διωγμών που υπέστη αυτός τόσο από τους Οθωμανούς Τούρκους όσο, κυρίως, από τους Βουλγάρους ομόδοξους, ένεκα της αναγέννησης του βουλγαρικού έθνους, που άρχισε με το βουλγαρικό σχίσμα, την Εξαρχία, το 1870, συνεχίστηκε με την ανακήρυξη της «Βουλγαρίας των τριών θαλασσών (Μαύρη θάλασσα, Αιγαίο Πέλαγος, Αδριατική)» το 1878, την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885, την εξέγερση του Ίλιντεν το 1903, ενώ θα κορυφωθεί τα χρόνια που ακολούθησαν τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο το 1913 έως την υπογραφή συμφωνίας για την «αμοιβαία ανταλλαγή εξόδου» των πληθυσμών Ελλήνων και Βουλγάρων.
Εξιστορώντας την προσφυγιά και την εγκατάσταση στη μητρόπολη της οικογένειας του Παναγιώτη Σερέτη, όπως και της μέλλουσας συζύγου του Σουλτάνας, δίνεται η ευκαιρία στη συγγραφέα να κάνει λόγο για την αντιπαλότητα προσφύγων – εντοπίων, που τεχνηέντως ήταν καλυμμένη πολλές φορές κάτω από άλλα αίτια, π.χ. τον εμπορικό ανταγωνισμό, κι έφθανε έως του σημείου ληστειών και στυγερών δολοφονιών, όπως στην περίπτωση του Άγγελου Πεταλά πεθερού του Παναγιώτη Σερέτη.
Στο βιβλίο τονίζεται έμμεσα και η μεγάλη απογοήτευση πολλών προσφύγων· πρόσφυγες που ήταν απότοκος των βαλκανικών πολέμων και του Α’ Π. Π., οι οποίοι εμπιστευόμενοι τους Βενιζελικούς διαπίστωναν - ανάμεσά τους και ο από μικρού χρονικού διαστήματος θητεύσας στη χωροφυλακή Παναγιώτης Σερέτης, αλλά μη εξελισσόμενος - ότι εν αντιθέσει μ’ αυτό που πρέσβευε η φιλελεύθερη παράταξη, η οποία όπως υποστήριζε ο αρχηγός της «…οφείλει να έχη γνώμας πάσης αυτού πράξεως, το κοινόν συμφέρον και εις το συμφέρον τούτο να υποτάσση άνευ ενδοιασμού το τε συμφέρον του κόμματος εις ο ανήκει και των μελών του κόμματος τούτου», εν τούτοις προωθούσαν τους «ημετέρους» επιβεβαιώνοντας την παροιμία «Τώνα παιδί, καλό παιδί· τάλλο δεν είχε μάνα»
Στην αφήγηση της κυρία Βορεινού-Σερέτη γίνεται εκτενής αναφορά και στο καιρό του Β’ Π. Π., την Αντίσταση, όπως και στα Δεκεμβριανά. Άλλωστε ο ήρωάς της ο Παναγιώτης Σερέτης, οργανωμένος στις δυνάμεις της ΠΑΟ, θα φυλακιστεί και αργότερα θα εκτελεστεί στην τοποθεσία «Μαϊμούν Ντερέ», μαζί μ’ άλλους αγωνιστές, από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ όταν έλαβε χώρα η υποκινούμενη κι αλλοίμονο ξενοκίνητη «εξέγερση» - λέξη που χρησιμοποίησε ο Στάλιν (1879-1953) για να χαρακτηρίσει το γεγονός - το Δεκέμβρη του 1944 υπ’ αυτόν, που αιματόβαψε ολόκληρη τη χώρα, αστικά κέντρα και ύπαιθρο. Παρότι για πολλές δεκαετίες η πολεμική αναμέτρηση χαρακτηριζόταν ως «συμμοριτοπόλεμος» ή «ανταρσία» και απαιτήθηκε στη δεκαετία του ’80 νομικά να χαρακτηριστεί ως εμφύλιος πόλεμος, εν τούτοις δεν παύει αυτός στην ουσία του να ‘ναι ένας εμφύλιος πόλεμος, όπως ακριβώς κι αυτός που διεξείχθη στην Ισπανία την περίοδο 1936-1939 και έληξε με τη νίκη των δυνάμεων του στρατηγού Φράγκο (1892-1975). Φυσικό επόμενο, κι αυτός όπως και κάθε εμφύλιος πόλεμος υπήρξε αγριότατος και αιμοδιψής. Γεγονός παραμένει ότι η προσπάθεια του ΚΚΕ ήταν εκ των προτέρων αποτυχημένη, μια που ο Στάλιν, όπως το καταγράφει ο Μίλοβαν Τζίλας (1911-1995) ο υπ’ αριθμό 2 στη γιουγκοσλαβική ηγεσία την εποχή εκείνη, «….., ούτε και έκαμε τίποτα το αποφασιστικό για να φέρει μια ανακωχή – μέχρις ότου ο Στάλιν το βρήκε συμφέρον γι’ αυτόν». Ο ίδιος ο Στάλιν ήταν αυτός που εμφαντικά και επαναλαμβανόμενα θα πει ότι «Η εξέγερση στην Ελλάδα, είπε, πρέπει να κλείσει………η εξέγερση στην Ελλάδα πρέπει να σταματήσει. Και όσο το δυνατόν ταχύτερα……Αλλά στην Ελλάδα είναι μια περίπτωση διαφορετική – δε θάπρεπε να διστάσουμε, αντιθέτως πρέπει να βάλουμε τέρμα στην ελληνική εξέγερση». Προσέτι, και εις επίρρωσιν των όσων ελέχθησαν μπορεί κανείς να κάνει μνεία της συμφωνίας Στάλιν – Τσώρτσιλ, στη Μόσχα στις 9η Οκτωβρίου 1944, όπου οι κατεχόμενες χώρες διαμοιράστηκαν μεταξύ των νικητών – μοιρασιά που καταγράφηκε σ’ ένα «μπακαλόχαρτο» για να καταδειχτεί κατά τρόπο κυνικό και γελοίο συγχρόνως το πόσο οι ισχυροί λογάριαζαν τους μικρούς, κι όπου η Ελλάδα αποδόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία με ποσοστό 90% και στη Σοβιετική Ένωση με ποσοστό 10%. Τα παραπάνω δεν αναιρούν τις ευθύνες των Εγγλέζων, που αφενός επιδίωκαν διακαώς την ταχύτατη και άνευ όρων εμπλοκή της Ελλάδας στην πολεμική αναμέτρησή τους με την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία αφετέρου μοίραζαν αφειδώς λίρες για να κρατούν τις αντιστασιακές οργανώσεις ετοιμοπόλεμες.
Συγκινητική είναι η σκηνή απ’ το βιβλίο, όπου οι θυγατέρες του Παναγιώτη Σερέτη, Φωτεινή και Σοφία, κι ενόσω αυτός βρισκόταν κρατούμενος στις φυλακές Νιγρίτας παραβρέθηκαν σε χοροεσπερίδα που οργάνωσε το ΕΑΜ θεωρώντας ότι έτσι θα διευκόλυναν τη δύσκολη θέση του πατέρα τους. Μάλιστα η συγγραφέας καταγράφει και το τραγούδι που εκόντας άκοντας τραγουδούσαν οι κοπέλες στο δρόμο προς το τόπο της εκδήλωσης: «Δεν τον θέλουμε τον Γλύξμπουργκ / τον προδότη βασιλιά, / που μας έφερε στη χώρα / τη φασιστική σκλαβιά». Αυτή η «μαζική» προσέλευση στις εκδηλώσεις που διοργάνωνε το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και η «αθρόα» συμμετοχή του κόσμου σ’ αυτές μπορεί να παρομοιαστεί μ’ αυτό που είπε ο Βλαντισλάβ Γκομούλκα(1905-1982), μεταπολεμικός ηγέτης της Πολωνίας, ότι «Με τους λύκους, πρέπει κανείς να ουρλιάζει». Ο τελευταίος στίχος του παραπάνω τραγουδιού και τα όσα ακολούθησαν κατά τα Δεκεμβριανά, αλλά κι όλη την περίοδο έως τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου τον Αύγουστο του 1949 με τη νίκη του Εθνικού Στρατού στο Γράμμο και το Βίτσι ανεπαίσθητα φέρνει στο νου έναν χαρακτηρισμό του Γίργκεν Χάμπερμας (1929- ), Γερμανού φιλοσόφου και κοινωνιολόγου της Σχολής της Φρανκφούρτης, ο οποίος μίλησε για «αριστερούς φασίστες».Καίτοι η ηθική και η λογική επιβάλλουν την συνύπαρξη των πολιτικών αντιθέσεων με τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά ηλίου φαεινότερον το ΕΛΑΣ αντιμετώπισε τον αντίπαλο του όχι με επιχειρήματα, αλλά με προσφυγή στη βία. Ακόμη και το επιχείρημα που πρόβαλε ο αντάρτης για να δικαιολογήσει την αρπαγή των αγαθών απ’ τους χωρικούς που λιμοκτονούσαν, το οποίο καταγράφει η συγγραφέας, λόγια που έμειναν χαραγμένα στο νου τού γιου τού αδικοχαμένου Παναγιώτη Σερέτη, δείχνει αν μη τι άλλο την εφαρμογή της μακιαβελικής αρχής, σύμφωνα με την οποία μπορεί να επιδιωχθεί ο οποιασδήποτε σκοπός με τη χρήση κάθε μέσου, δίχως ηθικές δεσμεύσεις». Η αφήγηση της κυρίας Σερέτη-Βορεινού αποκαθιστά την ιστορική αλήθεια και ανατρέπει το προ δεκαετιών και για μακρό χρονικό διάστημα προσφιλές σύνθημα στους κύκλους της Αριστεράς ότι «Ο λαός δε ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά».
Σημαντικό στοιχείο στο πόνημά της συγγραφέως είναι η καταγραφή και πολλών λαογραφικού χαρακτήρα εθίμων, όπως των «μπρατιμιών»· επρόκειτο περί νεαρών φίλων του γαμπρού που τον συνόδευαν στο ναό για την τέλεση του γάμου, φαγητών, όπως του «καβουρμά», των «τσιγαρίδων» κτλ.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η συχνή επίκληση της ζήλειας· ζήλεια που δεν λαμβάνει υπόψιν του Ισοκράτη (436-338 π.Χ.) το λόγο «Μη φθονείτε τους πρωτεύοντες, αλλά αμιλλάσθε να εξισωθείτε μαζί τους, αφού γίνεται χρηστοί», που η συγγραφέας την αποδίδει περίτεχνα σε διάφορα συμβάντα της πλοκής, και η οποία αιτιολογεί στάσεις και συμπεριφορές, εν γένει πάθη, στις μικρές, κυρίως, κοινωνίες που επιβεβαιώνουν το ρηθέν από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (1851-1911) «Μικρόν χωριόν, μεγάλη κακία».
Τέλος επαινετό είναι το συνολικό εγχείρημα της συγγραφέως, διότι διέσωσε στη συλλογική μνήμη ονόματα ανθρώπων που συνδέθηκαν με την μοίρα του ήρωα Παναγιώτη Σερέτη· ονομάτων άρρηκτα συνδεδεμένων με την ιστορία του τόπου, όπως επί παραδείγματι με το όνομα του Διοικητή χωροφυλακής Σερρών Κωνσταντίνου Μήτσου.