«Πολιτιστικός αγώνας» - συνεχίσει από το προηγούμενο άρθρο
«Πολιτιστικός αγώνας» και Κονκορδάτο
Ως θεσμός το Κονκορδάτο είναι παλαιός και σημαίνει τη συναφθείσα συμφωνία Πολιτείας και καθολικής Εκκλησίας. Αυτή η συμφωνία λαμβάνει τον επίσημο χαρακτήρα της επιπλέον διότι το Βατικανό εμφανιζόταν και ως πολιτικό αυτοδιοίκητο μόρφωμα και από το 1871, με το «Νόμο των Εγγυήσεων», τελεσίδικα του αναγνωρίστηκε αυτή η ιδιότητα. . Οι συνομολογήσεις αυτές έγιναν και με κράτη τα οποία η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού τους ήταν ορθόδοξοι, π.χ. τέτοιο Κονκορδάτο υπογράφτηκε με το Μαυροβούνιο το 1866.
Οι συμβάσεις Πάπα και κρατών τον 19ο και 20 αιώνα, ονομάζονται πλέον conventiones.
Ως πρώτο Κονκορδάτο είναι αυτό που συνομολογήθηκε, μεταξύ Πάπα Καλλίστου του Β’ και του Χάινριχ του Ε’, αυτοκράτορα της «Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» στη Βορμ το 1122 , με το οποίο οροθετούνταν οι λειτουργίες του κράτους και της Εκκλησίας σε σχέση με τους κληρικούς..
Στα νεότερα χρόνια, με τη Γαλλική επανάσταση(1789), διεξήχθη, ως «δράση», «πολιτιστικός αγώνας» για τον περιορισμό της παπικής εξουσίας, η οποία θεωρούνταν ένας από τους δυο πυλώνες της άρχουσα τάξης, δίπλα στους ευγενείς. Η ρήξη στηρίχτηκε στην τριτή διατύπωση: «ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα». Στόχος ήταν η κραταίωση της εθνικής εξουσίας και ο περιορισμός της επιρροής της καθολικής Εκκλησίας, η οποία και συμμάχησε στην επαναφορά των Βουρβόνων στο θρόνο της Γαλλίας. Ο Χέρτσεν (1812-1870) στο διήγημά του «Ο Ετοιμοθάνατος» δίνει εναργώς την εικόνα της εναντίωσης της Γαλλικής Επανάστασης στην καθολική πίστη ή καλύτερα του Παρισιού ενάντια στη Ρώμη, περιγράφοντας παραστατικά την άρνηση του γέροντα Ραλλιέρ γαλουχημένου με τις επαναστατικές γαλλικές ιδέες που αρνείται να μετανοήσει πριν πεθάνει και να τονίζει ότι «Όχι, όχι, εγώ δεν είμαι ο πρίγκιπας του Μπενεβάν δεν συμφιλιώθηκα ποτέ με το Κονκορδάτο…Όχι δεν είμαι ο πρίγκιπας του Μπενεβάν ». Εν τούτοις, πλέον ως «αντίδραση», η ναπολεόντεια Γαλλία υπέγραψε συνομολόγηση με τον Πάπα Πίο τον Ζ’ το 1801, που γεφύρωνε το χάσμα το δημιουργηθέν από την επανάσταση, ανάμεσα στο Κράτος και την Εκκλησία. Τι προέβλεπε η συμφωνία Ναπολέοντα Πάπα; Ο πρώτος Ύπατος, ο Ναπολέων, διόριζε τους αρχιεπισκόπους και επισκόπους, ενώ το κράτος αναλάμβανε τη μισθοδοσία των κληρικών, οι οποίοι είχαν να πληρωθούν από το 1794.
Επίσης, ο Πάπας αναγνωριζόταν κεφαλή της γαλλικής Εκκλησίας και επικύρωνε την εκλογή των διορισμένων από το κράτος στις ανώτερες εκκλησιαστικές θέσεις και αξιώματα. Η πράξη συνομολόγησης Κονκορδάτου δε σημαίνει επάνοδο στην πρότερη κατάσταση, αλλά έλεγχο της παπικής εξουσίας και υποταγής της στο να εργαστεί για τους σκοπούς της ευρωπαϊκής πολιτικής του Ναπολέοντα. Ναι, μεν με τις ενέργειες του Ναπολέοντα ανασυγκροτήθηκε η καθολική Εκκλησία στη Γαλλία, εν τούτοις ο ίδιος κατήργησε επίσημα το παπικό κράτος του Βατικανού. Εδώ, είτε μιλάμε για τη Μεγάλη γαλλική Επανάσταση είτε για το καθεστώς του Ναπολέοντα το ιδεολογικό πλαίσιο «δράσης – αντίδρασης» κινείται ανάμεσα στον αστικό εθνικισμό και σε μορφές που πλησιάζουν τον κοινωνικο – φυλετικό εθνικισμό. Το δε συναπτόμενο Κονκορδάτο εφαρμόστηκε έως το 1905.
Το δεύτερο παράδειγμα Κονκορδάτου , που αποτέλεσε συν τοις άλλοις αιτία εμφυλίου πολέμου, ήταν στην ιβηρική χερσόνησο. Η Ισπανία όπως είναι γνωστό αποτέλεσε και αποτελεί μια από τις ισχυρότερες βάσεις του καθολικισμού. Στη χώρα αυτή έδρασε η περίφημη Ιερά Εξέταση. Η Εκκλησία θεωρούνταν, ένας από τους μεγάλους φεουδάρχες της χώρας, με τα κολοσσιαία κτήματά της, το συντηρητικό στήριγμα του καθεστώτος. Η δε πολιτεία, με τη νομική και πολιτειακή προστασία της φρόντιζε να της προσπορίζει τεράστια επιρροή.
Το 1851 συνάφθηκε Κονκορδάτο μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας που διασφάλιζε αυτή τη σχέση. Εν τούτοις από τις αρχές του 20ου αιώνα άρχισε ο περιορισμός της επιρροής της εωσότου επήλθε και χωρισμός. Η αντίδραση του ισπανικού λαού υπήρξε τέτοια, και εκφράστηκε δια μέσου του κινήματος του στρατηγού Φράγκο(1936-1939) και των φαλαγγιτών, ώστε να αποκατασταθεί στην πρότερη της μορφή. Οι ιδεολογικές βάσεις του «συντεχνιακού» καθεστώτος Φράγκο μπορούν να αναγνωριστούν στον κοινωνικο – φυλετικό εθνικισμό, ενώ αντιθέτως των Δημοκρατικών (ήδη από το 1931) στον αστικό εθνικισμό, ο οποίος έτεινε να διαπνέεται από τη Σοσιαλιστική Διεθνή. Η εμφύλια σύρραξη κράτησε από το 1936 έως το 1939 και υπήρξε το προανάκρουσμα του Β’ Π.Π. Στις 27 Αυγούστου του 1953 το φραγκικό καθεστώς σύναψε ένα νέο σύγχρονο Κονκορδάτο, αποκαθιστώντας την ιδιοκτησία και εξουσία της Εκκλησίας, καθιστώντας την κρατική εξουσία με τα απορρέοντα προνόμια. Και στις δυο περιπτώσεις, του χωρισμού και τα επανόδου, στόχος ήταν η κραταίωση της συγκεντρωτικής, εθνικής εξουσίας και αποτέλεσμα ο περιορισμός της εκπορευόμενης από την Εκκλησία εξουσίας, διότι ενώ απαγορευόταν η προπαγάνδα των άλλων Εκκλησιών, ουσιαστικά Εκκλησιών με μικρό αριθμό οπαδών, επιτρεπόταν η ύπαρξή τους με νόμο. Το φραγκικό καθεστώς που θα επιβιώσει έως τις αρχές της έβδομης δεκαετίας του εικοστού αιώνα θα επιχειρήσει να εκσυγχρονίσει τη χώρα, έχοντας ως σύμμαχο κι όχι ως εχθρό την καθολική Εκκλησία.
Θα κάνουμε αναφορά και σε ένα κονκορδάτο που έλαβε χώρα στα βαλκάνια. Το πρώτο Κονκορδάτο που συνήφθηκε ήταν αυτό μεταξύ Μαυροβουνίου και Πάπα το 1866, παρότι η συντριπτική πλειονότητα των Μαυροβουνιωτών ήταν ορθόδοξοι. Το δεύτερο Κονκορδάτο που συνομολογήθηκε στη χερσόνησο των Βαλκάνιων, ήταν αυτό με τη Σερβία το 1914. Εν τούτοις θα ακολουθήσει και τρίτο Κονκορδάτο, αυτή τη φορά με το διάδοχο σχήμα αυτό της Γιουγκοσλαβίας. Και τίθεται το εύλογο ερώτημα τίνος πράγματος απόρροια ήταν το γεγονός αυτό; τα γεγονότα που προηγήθηκαν του Κονκορδάτου και δικαιολογούν την συνομολόγησή του είναι τα εξής:
α. Το 1929 ο βασιλιάς Αλέξανδρος επέβαλε δικτατορία και μετονόμασε το κράτος των Σέρβων, Κροατών και Σλοβάκων, σε Γιουγκοσλαβία(Νοτιοσλαβία).
Α. Η δικτατορία ήταν όλως δικαιολογημένη ένεκα των εθνικών προστριβών που επισυνέβαιναν στο κράτος. Προηγήθηκε η δολοφονία του Κροάτη αρχηγού του Αγροτικού Κόμματος Ράντιτς στο εθνικό κοινοβούλιο από Σέρβο εθνικιστή το 1928.
Β. Η Ιταλία ασκούσε πιέσεις επί της Γιουγκοσλαβίας τόσο στις περιοχές του Φιούμε, όσο και στη Δαλματία, αλλά ακόμη και μέσω της Αλβανίας. Η συνομολόγηση ενός Κονκορδάτου διασφάλιζε κάποια ισορροπία ανάμεσα στην καθολική Ιταλία και τη Γιουγκοσλαβία, μέσω των καθολικών Γιουγκοσλάβων Κροατών και Σλοβένων .
Έτσι το κράτος θέλοντας μαζί με την «αποεθνικοποίησή» του, τη δημιουργία γιουγκοσλάβικου έθνους, που επέβαλε μέσω της αλλαγής της επίσημης ονομασία του, να ελέγξει τον καθολικό φανατισμό των Κροατών, οι οποίοι και εμφάνιζαν αποσχιστικές τάσεις, όσο να εμφανιστεί ως υπερθρησκευτικό, ανεκτικό. Σημειώνεται ότι ο βασιλικός οίκος που κυβερνούσε την Γιουγκοσλαβία ήταν ο σερβικός βασιλικός οίκος της δυναστείας των Καραγιώργιεβιτς και η ίδρυση της Γιουγκοσλαβίας στηρίχτηκε στα σερβικά όπλα, όπως άλλωστε και τα θύματα αυτού του εγχειρήματος ήταν επίσης Σέρβοι.
Η προπολεμική κυβέρνηση λοιπόν του Μίλαν Στογιαντίνοβιτς(1888-1961), με υπουργό των εσωτερικών τον δρ. Αντώνιο Κοροσέτσα(1872-1940), στη βάση των όσων είπαμε εφάρμοσε αντιορθόδοξη πολιτική που άγγιζε σχεδόν αυτήν της αντισερβικής, εφόσον όχημα του σερβισμού ήταν η ορθόδοξη πίστη. Η πολιτική Στογιαντίνοβιτς – Κοροσέτσα χαρακτηρίστηκε ως αντιδραστική και από την πλευρά του ΚΚΓ . Μάλιστα ο πρόσφατα ανακηρυχθείς άγιος της σερβικής Εκκλησίας Νικόλαος Velimirović(1880-1956) υπήρξε από τους πρωτεργάτες της κίνησης « Αγώνας κατά του Κονκορδάτου ». Τελικώς, το Κονκορδάτο δεν επικυρώθηκε, ένεκα της σφοδρής αντίδρασης που συνάντησε από τους Σέρβους ορθόδοξους, δίχως όμως και η κατάσταση να επανέλθει στη πρότερή της μορφή.