«Πολιτιστικός αγώνας» - εισαγωγή
«Πολιτιστικός αγώνας» και εθνικό κράτος
Με αφορμή τη σύγκρουση Εκκλησίας – Πολιτείας ή καλύτερα Εκκλησίας και κυβερνόντος κόμματος (Πασόκ), τη δεκαετία του ‘80 , γύρω από τη διάθεση και χρήση της εκκλησιαστικής περιουσίας, καθώς και την επανάληψη αυτής της σύγκρουσης, με πρωταγωνιστές τους ίδιους, στις αρχές της πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα , αυτή τη φορά γύρω από τη απάλειψη του θρησκεύματος στα δελτία της αστυνομικής ταυτότητας, εύλογα τίθεται το ερώτημα αν με την πάλη αυτή σηματοδοτούνταν ένας «πολιτιστικός αγώνας» («Kulturkampf»).
Βέβαια, εδώ μπορεί να αναφερθεί και η σύγκρουση γύρω από την ίδρυση ανώτερων και ανώτατων εκκλησιαστικών σχολών, ιδιωτικού δικαίου, με την αλλαγή του οικείου άρθρου του Συντάγματος , που συνέβη το τρέχον έτος(επί διακυβερνήσεως της χώρας από τη Ν.Δ. αυτή τη φορά).
Η έννοια του «πολιτιστικού αγώνα» επεκτείνεται βαθιά στο ιστορικό παρελθόν, αρχής γινομένης ανευρίσκεται με την είσοδο της ανθρωπότητας στους νέους χρόνους (1492 και εντεύθεν) και αφορά πρωτίστως την αντιπαράθεση Πολιτείας – Εκκλησίας, δηλαδή της εκάστοτε εξουσίας από τη μια πλευρά και από τη άλλη του θρησκευτικού δόγματος, της επικρατούσας Εκκλησίας. Η σύγκρουση άλλοτε λαμβάνει χαρακτήρα βίαιο και άλλοτε ειρηνικό οπότε και υποστασιάζεται με ένα modus vivendi, στη σύναψη Κονκορδάτου. Το σχήμα που εκφράζει τη σύγκρουση είναι αυτό της «δράσης – αντίδρασης», με απώτερο σκοπό ή τον παραγκωνισμό ή την επάνοδο στην ισορροπία. Κυρίως η «αντίδραση» εκφράζεται με το «Kονκορδάτο».
Συνήθως η Εκκλησία εκπροσωπείται από το ορθόδοξο και το καθολικό δόγμα και όχι το προτεσταντικό, ενώ η Πολιτεία από το Μονάρχη, ελέου θεού(άμεσα) ή δια μέσου του λαού (έμμεσα), τον εκλεγμένο πρόεδρο μιας Δημοκρατίας, τις εκλεγμένες δημοκρατικές κυβερνήσεις, τα στρατιωτικο-λαϊκά κινήματα.
Όσον αφορά το γεγονός ότι δεν έχουμε σύγκρουση Πολιτείας και προτεσταντικού δόγματος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τούτο έχει την εξήγησή του, η οποία και συνοψίζεται στα εξής σημεία:
Α. Ο προτεσταντισμός είναι το τελευταίο θρησκευτικό δόγμα που εμφανίστηκε στην ευρωπαϊκή ήπειρο και η επιβολή του συνοδεύτηκε από διωγμούς και εμφυλίους πολέμους.
Ως εκ τούτου γεννήθηκε στη βάση του νέου που αμφισβητούσε το παραδοσιακό και παλιό, όπως το αντιπροσώπευε ο καθολικισμός.
Β. Εξαιτίας του ότι λαμβάνει χαρακτήρα ατομικό(κάθε προτεστάντης και ένα δόγμα) επιδέχεται χειραγώγησης, εφόσον λείπει η θρησκευτική, κεντρική, συγκεντρωτική εξουσία.
Γ. Η σύνδεσή του με τον κεφαλαιοκρατισμό, δηλαδή τους νεωτερισμούς και τις καινοτομίες στην οικονομία, είναι γεγονός αναμφισβήτητο, πράγμα που έχει καταδειχτεί από τον Max Weber στο έργο του «Ο προτεσταντισμός και το πνεύμα του καπιταλισμού ». Τούτο σημαίνει ότι δεν στέκεται εμπόδιο σε οτιδήποτε προοδευτικό.
Δ. Ευθύς εξαρχής, με τη «μεταρρύθμιση», συνδέθηκε η έννοια της θρησκευτικής και εθνικής ανεξαρτησίας να είναι αξεχώριστες έως του σημείου να ταυτίζονται .
Η πολιτιστική σύγκρουση για την οποία κάνουμε λόγο διεξάγεται σε δυο επίπεδα, το πολιτικό και το θρησκευτικό, και έχει σαν αντικείμενό της τη νομή της πολιτικής και ιδεολογικής εξουσίας, τη σύγκρουση των νέων ιδεών με τις παλιές. Λόγω της σφοδρότητας της αντιπαλότητας τίποτα δεν μένει στην αρχική του μορφή. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είτε με τη «δράση» είτε με την «αντίδραση», οι σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας στο τέλος μεταβάλλονται και πάντα εις βάρος της δεύτερης, παρότι πολλές φορές τα φαινόμενα μαρτυρούν εναντίον αυτής της άποψης. Κατ’ επέκταση αυτή η σύγκρουση εκκινά και αφορά τόσο την «πεφωτισμένη δεσποτεία», τον αστικό εθνικισμό (μετά τη Γαλλική Επανάσταση) όσο και τον κοινωνικο – φυλετικό εθνικισμό (εντός του οποίου υπεισέρχεται η Ελληνική αρχαιότητα, ο Πλήθων Γεμιστός, τα εθνικά κινήματα του Μεσοπολέμου και τα σημερινά λαϊκά εθνικιστικά κινήματα) ή μ’ άλλα λόγια συμπεριλαμβάνει τόσο τον εθνικισμό γαλλικού τύπου όσο και τον εθνικισμό γερμανικού τύπου . Εμφανής γίνεται η ρήξη κεφαλαιοκρατισμού και φεουδαρχισμού, η εναντίωση των παραδοσιακών διανοούμενων στους οργανικούς διανοούμενους, η σύγκρουση των φορέων της πολιτικής και ιδεολογικής εξουσίας του εκάστοτε σχηματισμού μ’ αυτόν του ανερχόμενου, τέλος της άρχουσας τάξης εναντίον της κυρίαρχης.
Κεντρικό σημείο αυτής της σύγκρουσης, μετά τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση (1789) είναι η έννοια και η πραγματικότητα του έθνους – κράτους (το εθνικό κράτος,) η επιβεβαίωση της κυριαρχίας του, ανεξαρτήτως αν αυτή λαμβάνει κάποτε αποκλειστικά και οικονομικό, κοινωνικό, χαρακτήρα. Στο παρόν άρθρο δε θα εξεταστούν τα πεπραγμένα των υπαρκτοσοσιαλιστικών κοινωνιών(μετά το 1917 στη Ρωσία και από το τέλος του Β’Π.Π. στην ανατολική Ευρώπη), παρότι διεξήχθη κι εκεί ένας «πολιτιστικός αγώνας», ένεκα του ότι σκοπός τους δεν στάθηκε απλώς, ο χωρισμός κράτους -Εκκλησία, ο οποίος και διακηρύχτηκε, αλλά η με κάθε μέσο σταδιακή ή αιφνίδια, εξαφάνισή της τελευταίας από τη σφαίρα της Κοινωνίας των Πολιτών ή για να χρησιμοποιήσουμε αλτουσεριανούς όρους χρησιμοποιήθηκαν οι Καταπιεστικοί Μηχανισμοί του Κράτους (Κ.Μ.Κ) για να εξοβελιστεί από την ιδιωτική σφαίρα ο Ιδεολογικός Μηχανισμός του Κράτους(Ι.Μ.Κ.), δηλαδή της Εκκλησίας.. Τούτο συνέβη στην Αλβανία του Εμβέρ Χότζα (1967), ενώ επίσημα και επιτακτικά ήδη διακηρυσσόταν στο πρώτο σοβιετικό σύνταγμα η ανάγκη καταπολέμησης του θρησκευτικού πιστεύω.
Εννοείται ότι εδώ αναιρείται και δεν επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι τα έθνη είναι προϊόν της γαλλικής επανάστασης. Ταυτοχρόνως, υποστηρίζεται ότι ο εθνικισμός, όπως και μια σειρά άλλων ιδεολογιών, εντοπίζεται την προαναφερθείσα περίοδο, για να εκφράσει τις νέες πραγματικότητες που δημιουργήθηκαν. Ως εκ τούτου δεν πρέπει να προκαλείται σύγχυση μεταξύ των εννοιών, κατ’ επέκταση πραγματικοτήτων, όπως αυτές που εκφράζουν το έθνος και ο εθνικισμός.
Βέβαια αυτή η πολιτιστική σύγκρουση επεκτείνεται πέρα από τα στενά όρια που διαγράφηκαν παραπάνω και σε άλλους τομείς της πολιτιστικοκοινωνικής ζωής, όπως επί παραδείγματι στη μουσική.
Η πρώτη αντιπαράθεση, με την είσοδο της ανθρωπότητας στους νέους χρόνους, που έλαβε χώρα ήταν αυτή του Μεγάλου Πέτρου(1672-1725) της Ρωσίας εναντίον της φεουδαρχίας.
Συγκεκριμένα, ο Τσάρος επιχείρησε να χτυπήσει την πολιτική και ιδεολογική εκπροσώπησής της. Η μεν πολιτική εκπροσώπηση της φεουδαρχίας ήταν οι Βογιάροι, η δε ιδεολογική η Εκκλησία, ανεξαρτήτως αν η ορθόδοξη Εκκλησία εκφραζόταν «συνοδικά»(πολλοί) και όχι μέσω της «αυθεντίας»(ένας) . Στόχος του μονάρχη ηταν η εισαγωγή μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που θα απεγκλώβιζαν τη Ρωσία από τη φεουδαρχία και θα την εισήγαγαν στους νέους χρόνους, ήτοι θα την αστικοποιούσαν. Εν τούτοις, η προσπάθειά του ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη, διότι το μέγιστο το οποίο μπορούσε να πετύχει ήταν να οδηγήσει τη Ρωσία, όπως και τα κατάφερε, σε ένα μεταβατικό στάδιο, όπου θα αναπτύσσονταν διάφορες μορφές αστικής οικονομίας. Όλες οι ενέργειες του Τσάρου στρεφόταν στο να στερεώσει την κεντρική εξουσία, προϋπόθεση για την εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων, άρα όφειλε οτιδήποτε που στην πολιτική και ιδεολογική σφαίρα εμφανίζονταν ως φυγόκεντρο να το συντρίψει. Η ουσία του ζητήματος λοιπόν ήταν η ισχυροποίηση του έθνους - κράτους , μέσω της κραταίωσης της προσωπικής εξουσίας του μονάρχη. Η σύγκρουση εξαπλώθηκε και στο επίπεδο της μουσικής. Ο τσάρος επέβαλλε «βίαια» την πολυφωνία στις ρωσικές Εκκλησίες .
Στα βήματα του Πέτρου, η Μεγάλη Αικατερίνη(1762-1796) θα συνεχίσει να αυξάνει την επιρροή του ευρωπαϊκού στοιχείου εις βάρος του ασιατικού και γηγενούς. Χαρακτηριστικό αυτής της προσπάθειας είναι η εισαγωγή ατόφιου του ξενικού στοιχείου, των οργανικών διανοουμένων του νέου καθεστώτος, οι οποίοι επρόκειτο να στηρίξουν το εγχείρημα της αλλαγής (δάσκαλοι, επιστήμονες, τεχνίτες, καλλιτέχνες κτλ.) που στο τέλος πολιτογραφούνται ως Ρώσοι.
Η δεύτερη «πολιτιστική σύγκρουση» έλαβε χώρα στην Πρωσία και αμέσως κατόπιν στην άρτι συγκροτηθείσα γερμανική αυτοκρατορία, την επονομασθείσα «Δεύτερο Ράιχ» (Das zweite Reich). Ο «σιδηρούς καγκελάριος», ο Βίσμαρκ (1815-1898), θέλοντας να περιορίσει αφενός τη δύναμη της Καθολικής Εκκλησίας και αφετέρου τη δύναμη του «Καθολικού Κόμματος του Κέντρου,» έφτιαξε μια σειρά νόμων που περιόριζαν αμφοτέρων τη δραστηριότητα, παρόλο που η υιοθέτηση του «πολιτιστικού αγώνα» είχε κάποια ανασταλτική επίδραση στην εξωτερική του πολιτική, με τα «συστήματα ισορροπίας» τα οποία προωθούσε . Ήδη παρατηρούμε ότι από την εποχή εκείνη τα πολιτικά κόμματα είχαν θρησκευτικό προσανατολισμό, το οποίο και κατέγραφαν στις επωνυμίες τους. Μεταπολεμικά στη βάση αυτής της παράδοσης θα δημιουργηθούν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας το CDU και CZU.
Χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και υπόμνησης το γεγονός ότι η διαγραφείσα σύγκρουση ήταν εκ των προτέρων δεδομένη, μια που η γερμανική ενοποίηση δεν προήλθε από τη λαϊκή συναίνεση, αλλά από τη δύναμη των όπλων, όχι από τους φιλελεύθερους και δημοκράτες του κοινοβουλίου της Φρανκφούρτης, αλλά από τον αυτοκρατορικό οίκο των Χόεντζολερν . Ήδη στο σημείο αυτό διαγραφόταν η διαφορά και αντιπαλότητα του εθνικισμού γαλλικού και γερμανικού τύπου ή αλλιώς αστικού εθνικισμού και κοινωνικο-φυλετικού εθνικισμού. Αυτού του είδους η ένωση, αργότερα μετά το τέλος του Β’ Π.Π., αναγνωρίστηκε ως απουσία δημοκρατικής παράδοσης που υποτίθεται εξέθρεψε τον εθνικοσοσιαλισμό και το NSPAD.
Έκτοτε καταβάλλονται φιλότιμες προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση, δηλαδή αφενός οι Γερμανοί να αποδείξουν ότι δημιουργούν και σέβονται αυτήν την δημοκρατική παράδοση αφετέρου να τους την υπενθυμίζουν οι άλλοι όταν και όποτε το κρίνουν σκόπιμο. Επανερχόμενοι, θα λέγαμε ότι ουσιαστικά η σύγκρουση ήταν απόρροια της θέλησης των Γερμανών να μη διοικούνται από τη Ρώμη, αλλά από το Βερολίνο, όχι από τον Πάπα, αλλά από τον Κάιζερ. Η καθολική εξουσία ηττήθηκε κατά κράτος και έχασε μια σειρά προνομίων, όπως και επιχορηγήσεων. Ταυτοχρόνως, μειώθηκε η επίδραση της στην εκπαίδευση και σε μια σειρά άλλων δημόσιων δραστηριοτήτων . Το ζήτημα της εκπαίδευσης ήταν καθοριστικής υφής, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε ορισμένοι ιστορικοί να το προνομοποιούν θέλοντας να αποδείξουν ότι επ’ αυτού στηρίχτηκε η εθνική συνείδηση . Η άποψή τους αυτή αντιβαίνει τη λογική, μια που εμφανίζει το αποτέλεσμα ως αίτια και γενικά μιλώντας κινείται εντός του πρωθύστερου σχήματος. Θα άξιζε να εξεταστεί όχι αυτό το ζήτημα, αλλά εκείνο που συνδέει την εκπαίδευση με τις στρατιωτικές επιτυχίες μιας χώρας, όπως αυτές αποδόθηκαν στην Πρωσία κατά τον Γαλλοπρωσικό πόλεμο . Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι σε αντίδραση προς τον ιησουιτισμό απέκτησε μεγάλη επιρροή η μασονία, όχι η παραδοσιακή παρότι επ’ αυτής στηρίχτηκε η εν λόγω, όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και στις υπόλοιπες χώρες όπου διεξήχθη αυτός ο «πολιτιστικός αγώνας». Βέβαια, η μασονία προσέλαβε όπως ήταν αναμενόμενο κατά κύριο λόγο στον μεν θρησκευτικό τομέα αντικληρικανικό χαρακτήρα, στο ιδεολογικό λαϊκιστικό, ενώ στον πολιτικό το χαρακτήρα της μικροαστικής δημοκρατίας. Στις ορθόδοξες χώρες όπου εμφανίστηκε, ήταν απόρροια της μεταφοράς της, της εισαγωγής της από το εξωτερικό, αλλά με τη διαφορά να καλύψει ανάγκες που αναφύονταν στο εσωτερικό. Στην ίδια γραμμή μέσω αυτή εκπροσωπήθηκαν μικροαστικά στρώματα και όχι η άρχουσα τάξη. Βαθμιαία βέβαια κι αυτό συνέβη, διότι στην Ελλάδα καθυστέρησε ο αστικός μετασχηματισμός και είχαμε «νόθα αστικοποίηση». Ο Γκράμσι αναφέρει ότι επίσης, στη Γερμανία, αναπτύχθηκε ένας τύπος πολιτιστικής οργάνωσης σαν τη «θετικιστική Εκκλησία».
Στην Λατινική Αμερική, στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, και συγκεκριμένα στο Μεξικό, ο πρόεδρός της Πλούταρχος Κάλλες(1877-1945), επιχείρησε να μεταβάλλει το φεουδαρχικό οικονομικό σύστημα σε αστικό και πριν από όλα στράφηκε εναντίον της καθολικής Εκκλησίας, η οποία διέθετε το 1910 το 80% των κτημάτων με σκοπό να τα απαλλοτριώσει.
Η αντίδραση της Εκκλησίας οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος έληξε υπέρ των δυνάμεων που επιθυμούσαν την αλλαγή, με τον αντίστοιχο περιορισμό των οικονομικών(απαλλοτρίωση) και πολιτικών προνομίων. Σ’ αυτόν τον αγώνα τον κρατικό μηχανισμό τον συνεπίκουρε το φιλελεύθερο και προοδευτικό στοιχείο. Αυτού του είδους οι «πολιτιστικοί αγώνες» διεξήχθησαν και σ’ άλλες χώρες της αμερικανικής(λατινικής) ηπείρου, όπως στη Βραζιλία, στην Αργεντινή, στο Περού, τη Χιλή και τη Βολιβία. Σ’ αυτές τις χώρες κυριαρχούσε ένα είδος «αντιμεταρρύθμισης», λογικά ιδωμένο διότι επρόκειτο περί καθολικών χωρών, όπου το ρόλο των παραδοσιακών διανοούμενων τον έπαιζαν οι κληρικοί και οι στρατιωτικοί διαπνεόμενοι εν τούτοις από ένα νοσηρό μιλιταριστικό πνεύμα. Η ανάγκη όμως εισαγωγής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής οδήγησε στην εμφάνιση και όξυνση του «πολιτιστικού αγώνα». Και στις χώρες αυτές η μασονία είχε μεγάλη επιρροή, εξαιτίας της αντίδρασης στον ιησουιτισμό.
Παρακάτω θα εξεταστεί η σχέση του «Πολιτιστικού αγώνα», σε σχέση με το Κονκορδάτο, και πώς αυτό επηρέασε την ανάγκη εισαγωγής μεταρρυθμίσεων.