• αρχική
  • briefing series
  • έμπνευση
  • βιβλία Πανέλληνες
  • what matters
  • about us
  • contact
  •  Categories

    • global trends update
    • facts & γεγονότα
    • historical responsibility
    • tomorrow's leaders
    • decision making
    • αναθεωρήσεις βιβλίων
    • τι ακούσαμε πρόσφατα



  •  



Όταν η τύχη αναγορεύεται σε καθοριστικό παράγοντα

του Δημ. Μαυρόπουλο
ΔΡΑΜΑ  
23 Οκτ..2009

Τα έργα του Λέοντα Νικολάγιεβιτς Τολστόι(1828-1910), πέρα από τη λογοτεχνική τους αξία, μπορούν να επαινεθούν και για δυο άλλους λόγους εξίσου σοβαρούς, εκ των οποίων ο ένας, κατά την άποψή μας, ακόμη σημαντικότερος.

Στα δοκίμιά του [1] που αναπτύσσει τις λογοτεχνικές του θεωρίες, [2] ο συγγραφέας της «Ανάστασης», πρόβαλε μια σειρά ατράνταχτων επιχειρημάτων για τον τρόπο επιβολής των κάθε είδους λογοτεχνών, πώς δηλαδή οι μετριότητες αναγορεύονται σε μεγαλοφυΐες, και μάλιστα πως το κοινό διαχρονικά να τους προσλαμβάνει και να τους αποδέχεται ως τέτοιους.

Την όλη κριτική του ο «τρομερός Σλάβος [3]», κατά το λόγο του Κωστή Παλαμά, την έστρεψε κυρίως κατά των έργων του Σαίξπηρ, ερχόμενος έτσι αντιμέτωπος με τις καθεστηκυίες απόψεις γύρω από την αξία του Άγγλου δραματουργού [4]. Παρ’ όλες τις προσπάθειες που κατέβαλλε ο Τζορτζ Όργουελ [5] (1903-1950), ο συγγραφέας των προφητικών έργων της «Φάρμας των ζώων» και του «1984», εν τούτοις πιστεύουμε ότι οι άξονες που χρησιμοποίησε, επί των οποίων βασίστηκε η αναίρεση των επιχειρημάτων του Τολστόι, δηλαδή χριστιανικής, θρησκευτικής ηθικής, αγίου, χριστιανού πιστού από τη μια πλευρά(Τολστόι) και ουμανιστικής ηθικής, συνηθισμένου ανθρώπου, ουμανιστή(Σαίξπηρ) από την άλλη, δεν ήσαν αρκετές να κλονίσουν, επί της ουσίας, το λόγο του Τολστόι.

 

Η στρατευμένη τέχνη

Όσον αφορά τον πρώτο λόγο υπόμνησης των έργων του Τολστόι, τούτος αντλεί την ισχύ και τη νομιμότητά του, όπως επανειλημμένως το τόνισε ο Βλαδίμηρος Ίλιτς Λένιν(1870-1924), στο ότι αποτέλεσαν προτύπωση των κοινωνικών συνθηκών στην τσαρική Ρωσία. Στa άρθρα του ο Λένιν και κυρίως στο «Ο Λέων Τολστόι σαν καθρέπτης της ρωσικής επανάστασης» [6] τονίζει ακριβώς αυτή την αλήθεια και συγκαταλέγει το συγγραφέα - κάτι ανάλογο έπραξε ενωρίτερα ο Φρειδερίκος Ένγκελς [7] (1820-1895) για τον Ονόρε ντε Μπαλζάκ(1799-1850) - σε εκείνο το είδος των συγγραφέων, όπου στα λογοτεχνήματά τους έδωσαν πιστή εικόνα των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν στο καιρό τους και κατά κάποιο τρόπο ανέδειξαν το κοινωνικό ζήτημα, δίνοντας τροφή στους κοινωνικούς αγωνιστές. Επιπλέον, για τον Τολστόι, εν σχέσει πάντα με τον Μπαλζάκ, πρέπει να τονιστεί ότι πρόβαλλε το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης έως ενός σημείου, π.χ. με την κατάργηση της δουλοπαροικίας, που επιτευχθεί ουσιαστικά το 1917!
Εν τούτοις ο Τολστόι δε συμμεριζόταν τις απόψεις των σοσιαλιστών. Η δικιά του πρόταση για να εξέλθει η ρωσική κοινωνία από το αδιέξοδο και το «τέλμα» του τσαρισμού, ως άδικου καθεστώτος, συγκεφαλαιώνονταν σε δυο παραμέτρους: Στη χειρωνακτική εργασία και στη τελειοποίηση του ατόμου κι όχι στο εργατικό κίνημα. Το πρώτο μεταφραζόταν σε αποφυγή κάθε πολυτέλειας και το δεύτερο απαιτούσε στις σχέσεις με τους ανθρώπους να επιδιώκεται να είναι κανείς προσεχτικός, υπομονετικός, να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς τη ζωή των χωρικών, να επικοινωνεί τόσο μαζί τους όσο και με τους εργάτες απλά και με κατανοητό τρόπο ομιλίας.

Κριτική στις απόψεις του Τολστόι

Επ’ αυτού η σύντροφος του Λένιν στη ζωή και στην πολιτική Ναντέζντα Κρούπσκιαγια(1869-1939) στο βιβλίο της «Για την διαπαιδαγώγηση και αναμόρφωση» [8], ενώ αναγνωρίζει την ευεργετική επίδραση που άσκησαν τα έργα του μεγάλου Ρώσου τόσο πάνω της όσο και γενικότερα στους διανοούμενους, για την συνειδητοποίηση και την αφύπνιση τους, έκανε κριτική στον Τολστόι τονίζοντας ότι ο τελευταίος ήταν παγιδευμένος ανάμεσα στην τρομοκρατία, τη δολοφονία των κρατικών υπαλλήλων και των τσάρων που συνέβαινε στην εποχή του και σ’ αυτό που εν τέλει πρότεινε ως λύση: τη μη βία. Όμως και ο Λένιν, όχι λίγες φορές, τόνιζε τον «αντιφατικό» χαρακτήρα στις απόψεις και τη διδασκαλία του Τολστόι. [9]

Σημειώνεται ότι ο Τολστόι δέχτηκε επιθέσεις και από εξέχουσες εκκλησιαστικές προσωπικότητες της Ρωσίας, καίτοι του αναγνώριζαν το ταλέντο και τη μεγαλοφυΐα, διότι δεν αποδεχόντουσαν το δρόμο του φιλοσοφικού στοχασμού που εκείνος ακολούθησε στην προσέγγιση των συνταρακτικών ερωτημάτων γύρω από το Θεό και τον άνθρωπο, [10] πράγμα που του επέβαλλε τον αφορισμό του από τη Ρωσική Εκκλησία. Έτσι, πάντα τον συνέκριναν με τον Ντοστογιέφσκι(1821-1881) [11] και μάλιστα από τα έργα του τελευταίου θα αντλήσουν την έννοια του «πανανθρώπου», έννοια κλειδί που θα την αντιπαραθέσουν στον «υπεράνθρωπο» του Νίτσε. [12]

 

Η άποψη του Τολστόι για την τέχνη

Ο Λέοντας Τολστόι, ως γνωστόν, ήταν ένας από τους θιασώτες που πρέσβευαν ότι η τέχνη οφείλει να έχει κοινωνική διάσταση. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της τέχνης επιβάλλεται, κατά τον Τολστόι, εφόσον κινείται κάτω από μια διπλή κατεύθυνση: Αφενός να προκαλεί εκείνες τις συγκινήσεις που είναι ικανές να τις μοιραστούν από κοινού οι άνθρωποι και αφετέρου να εμπνέει το αίσθημα της αδελφικότητας. [13] Υπό αυτό το πρίσμα και με την ισχύ των προϋποθέσεων που έθεσε, μπορεί κάποιος να θεωρεί ότι η τέχνη είναι γνήσια, δηλαδή εκπληρεί την κοινωνική αποστολή της, ενώ σε διαφορετική περίπτωση δεν μπορεί παρά αυτή να είναι κακή ή ψευδεπίγραφη.

Αυτή όμως η μορφή τέχνης, υπό τη μαρξιστική οπτική, αλλιώς διατυπωμένη η «στρατευμένη μορφή τέχνης», διαστράφηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε ζητήθηκε από τους συγγραφείς και τα έργα τέχνης να ευθυγραμμίζονται με τα κοινωνικά αιτήματα, εκφραστής της «αστυνομικής» κατ’ ουσίαν άποψης ήταν ο Ζντάνωφ [14] στην ΕΣΣΔ , με τα εντάλματα του προλεταριακού κόμματος, τον ύμνο προς τον ηγέτη, εν τέλει να είναι μια τέχνη απολογητική και οι δημιουργοί της ιδεολόγοι που υπηρετούν το εκάστοτε κράτος. Γενικεύοντας και μιλώντας για την επιστήμη, και τη φιλοσοφία πρωτίστως, ό ζων φιλόσοφος Μιχαΐλο Μάρκοβιτς της πάλαι ποτέ φιλοσοφικής σχολής της «Πράξις», θα τονίσει αφενός ότι πέρα από τους απολογητές διανοούμενους, φιλοσόφους, δημιουργούς, και τους «ουδέτερους» που αποφεύγουν τις αξιολογικές κρίσεις και πουλάν τρόπον τινά »καθαρή γνώση», η οποία με τη σειρά της μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για το καλό και για το κακό, υπάρχουν οι κριτικοί διανοούμενοι, οι οποίοι δημιουργοί «την αποστολή τους την αισθάνονται όχι μόνον στην παραγωγή γνώσεων, αλλά και στη δημιουργία της κριτικής αυτοσυνείδησης της κοινωνίας και την ανακάλυψη των προοπτικών της παραπέρα ανθρώπινης χειραφέτησης. Τέτοια επιστήμη από τα ίδια τα πράγματα
πρέπει να έρθει σε σύγκρουση με την κάθε εξουσία και στο μάτι κάθε εξουσίας φαίνεται ανατρεπτική.» [15]

 


Η τύχη πέρα από τη θέληση ή τις κοινωνικές συνθήκες


Ο Τολστόι, όπως προείπαμε, ήταν ενάντιος στις απόψεις των σοσιαλιστών μια και διακήρυσσε την «μη βία», που πολιτικός εκφραστής της θα γίνει τον 20ο αιώνα ο Γκάντι(1869-1948) με το κίνημα αντίστασης ενάντια στην αγγλική αποικιοκρατία, δεν αποδεχόταν τον ένοπλο αγώνα, ήτοι την επανάσταση. Επίσης, σημαντικό σημείο διαφωνία τους αποτέλεσε η προτεραιότητα ή μη των κοινωνικών όρων ή του ανθρώπου(της θέλησής του) στη επίτευξη της ευημερίας. Βέβαια, το ερώτημα δεν ήταν νέο, μια που και στην αρχαιότητα απασχόλησε τους Έλληνες και συγκεκριμενοποιούνταν στην αξία του ατόμου από τη μια πλευρά ή στην ισχύ της πόλης από την άλλη.
Ο Τολστόι, όπως παραδίδεται ανεκδοτολογικά, θέλοντας να αντικρούσει την πρόταξη των κοινωνικών όρων των σοσιαλιστών θα προτάξει το παράδειγμα της ταβέρνας και των μέθυσων θαμώνων της: Αν πάψουν να πίνουν κρασί οι μέθυσοι θα πει, τότε θα πάψουν να υπάρχουν ταβέρνες. Όσο θα υπάρχουν μέθυσοι θα συμπληρώσει, τότε θα υπάρχουν και ταβέρνες. [16]

Όμως, κατά τη γνώμη μας, ο δημιουργός της ηρωίδας Άννας Καρένινα κατά βάθος αυτό που προέκρινε ήταν η τύχη ή αλλιώς η περίσταση. Σίγουρα ο Τολστόι δεν πίστευε στον «απόλυτο προορισμό» [17] του Αυγουστίνου (354-430), διότι έτσι θα αναιρούσε τη θέληση του ανθρώπου να επιλέξει και να παλέψει για την αυτότελείωσή του και την ίδια στιγμή θα θεωρούσε ότι ζει μέσα σε μια αυταπάτη, ενώ όλα είναι προαποφασισμένα. Από την άλλη όμως δεν αποδεχόταν ότι ο Θεός (ή η ανάγκη) έθεσε κάποιους νόμους, κάτω από τους οποίους η ιστορική διαδικασία, είτε κυκλικά επαναλαμβανόμενη ή ευθύγραμμα κινούμενη, εκτυλίσσεται.

Στο διήγημά του «Μετά το χορό,» (После бала) [18] ο κεντρικός του ήρωας ο Ιβάν Βασίλιεβιτς, πίσω από τον οποίο βρίσκεται ο συγγραφέας, συζητώντας με κάποιους συνομιλητές του, οι τελευταίοι θα υποστηρίξουν ότι το περιβάλλον είναι αυτό που φθείρει [19] κι ο άνθρωπος είναι ανίκανος να καταλάβει τι είναι καλό και τι κακό. Στην ίδια αυτή συζήτηση οι ίδιοι αυτοί συνομιλητές του θα υποστηρίξουν μετά επιτάσεως ότι για την τελειοποίηση του ανθρώπου απαραίτητη και αναγκαία συνθήκη είναι η αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, ο δε Τολστόι, με το στόμα του πολύπαθου ήρωά του θα ισχυριστεί ότι όλα εξαρτώνται από την τύχη, [20] από την περίσταση.

Αφηγείται [21] λοιπόν, σ΄ αυτό το εξαιρετικό διήγημα πώς ο ήρωας του σε μια μεστή βραδιά, ανάμεσα στις καντρίλιες, τα βαλς, τις πόλκες και τις μαζούρκες να διαδέχονται η μία την άλλη, [22] ερωτεύεται τη νεαρή και όμορφη Βάρενκα μπ., κόρη ενός συνταγματάρχη. Ο έρωτας του προς την χαριτωμένη Βαρένκα θα εκφραστεί με «ένα αίσθημα ενθουσιασμού» για τον πατέρα της. Η βεγγέρα θα τελειώσει και ο Ιβάν βασίλιεβιτς θα επιστρέψει πανευτυχής στο σπίτι του. Ο έρωτάς του όμως προς την αγαπημένη του δε θα τον αφήσει να κοιμηθεί.

Νωρίς το πρωί λοιπόν κατευθύνεται προς τις παρυφές της κωμόπολης. Μέσα σε λίγα λεπτά ο αποκρουστικός ήχος μιας «άσχημης διαπεραστικής μελωδίας» θα συνοδευτεί από τη θέα ενός αποσπάσματος στρατιωτών που χτυπά ανελέητα έναν λιποτάκτη Τάταρο, ημίγυμνο, κατηγορούμενο για απόδραση. Ο Τάταρος σε κάθε χτύπημα θα εκλιπαρεί: «Αδέρφια, ευσπλαχνιστείτε». Πίσω από τη πομπή των στρατιωτών ο ήρωάς μας θα διακρίνει τον πατέρα της αγαπημένης του, ο οποίος κάποια στιγμή ανικανοποίητος από τα χτυπήματα των στρατιωτών αναλαμβάνει να τους διδάξει πώς να χτυπούνε. Ο ήρωάς μας δεν πιστεύει στα μάτια του. Εν τούτοις, καταβάλει προσπάθεια να καταλάβει ό, τι αυτό που γινόταν με πεποίθηση και παραδοχή από τους άλλους θα ήταν κάτι που αυτός δε γνώριζε. Η προσπάθεια του όμως έπεσε στο κενό. Από εκείνο το περιστατικό η αγάπη του για την βελούδινη Βαρένκα θα φθίνει. Κι όχι μόνο αυτό. Το περιστατικό θα οδηγήσει τον Ιβάν Βασίλιεβιτς στο να μη καταταχτεί ποτέ στο στρατό. Και τελειώνει την αφήγηση ο ήρωας – ο Τολστόι- μ’ αυτά τα λόγια: «Να, λοιπόν, τι μπορεί να συμβεί και τι να αλλάξει και να κατευθύνει όλη τη ζωή ενός ανθρώπου.» [23]

Εδώ δεν πρόκειται για την επιβεβαίωση της αγιογραφικής φράσης «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα,» [24] πράγμα που συνέτεινε στην ματαίωση της σχέσης των δυο νέων, αλλά καταφανέστατα ότι οι περιστάσεις, η τύχη – η «αγαθή Τύχη» [25] των Αρχαίων ως ευχή, με την οποία άρχιζε κάθε δημόσια ή ιδιωτική διεξαγωγή υπόθεσης – είναι που εν τέλει κατευθύνει τη ζωή των ανθρώπων.

Οπωσδήποτε, το «τυχαίο» ή αλλιώς η «συμπτωματικότητα» θα μπορούσαμε να το ορίσουμε ως μη προβλέψιμο [26] μέγεθος, ενώ ταυτοχρόνως οφείλουμε να αναιρέσουμε τον ισχυρισμό ότι αυτό («συμπτωματικότητα» ή και το «τυχαίο») εξισώνονται ή ταυτίζονται με το αυθαίρετο και το ανεξήγητο.[27] Μ’ άλλα λόγια η «συμπτωματικότητα» υπάρχει αντικειμενικά και αιτιώδη, αλλά εμφανίζεται ως προς το φαινόμενο και γεγονός που εξελίσσεται πάντα «τυχαία». Θα επισημάναμε σ’ αυτό το σημείο ότι με τη λέξη κλειδί, όπως είναι η «πρόβλεψη,» [28] καθίσταται δυνατό να κατανοηθούν βαθύτερα οι συσχετισμοί «αναγκαιότητας» - «συμπτωματικότητας» ή «τυχαίου».

Αναγκαία ήταν η τιμωρία του λιποτάκτη, σύμφωνη με τον Στρατιωτικό Κώδικα, όπως και η παρουσία του συνταγματάρχη σ’ αυτή, ακόμη και η επίδειξη υπερβάλλοντα ζήλου όσον αφορά την τιμωρία του, τυχαίο όμως το γεγονός την αποκάλυψής του στο ερωτευμένο Ιβάν Βασίλιεβιτς.

Οπωσδήποτε αυτό το «τυχαίο» του οποίου την αιτία δεν γνωρίζουμε, έως ότου την ανακαλύψουμε, μπορούμε να το ταυτίσουμε με το «πράγμα καθ’ αυτό» [29] (Ding an sich) του Καντ (1724 - 1804). Αυτή η ανακάλυψη της αιτίας του «τυχαίου», ως φαινόμενου ή γεγονότος, στα πλαίσια της Γνωσιολογίας και του ερωτήματος αν «μπορούμε να γνωρίσουμε την (αντικειμενική) πραγματικότητα;(το πρόβλημα της δυνατότητας)» [30] οδήγησε τον Ένγκελς να αισιοδοξήσει ότι το «πράγμα καθ’ αυτό» του Καντ μόνον παροδικά και πρόσκαιρα μένει κρυφό και άγνωστο. Ο Ένγκελς θα τονίσει ότι με τη πρακτική και συγκεκριμένα με τον πειραματισμό και την εφευρετικότητα [31] το «πράγμα καθ’ αυτό», ήτοι το «τυχαίο», είναι δυνατόν να αναχθεί στη θέση της «αναγκαιότητας» και να ξεφύγει από τα δεσμά της «συμπτωματικότητας», του «τυχαίου». Εν ολίγοις αυτό που απαιτείται, σύμφωνα με τον Ένγκελς, είναι να μπορούμε να αποδείξουμε την ακρίβεια της ιδέας μας, που έχουμε σχηματίσει για ένα φυσικό φαινόμενο, υποβάλλοντας την στην παρακάτω μεθόδευση: α. επιχειρούμε οι ίδιοι να δημιουργήσουμε το φυσικό φαινόμενο, β. το παράγουμε με την επικουρία των συνθηκών που αυτό εκδηλώνεται και γ. το προορίζουμε να υπηρετήσει τους σκοπούς μας. [32] Την ίδια στιγμή αυτό που συμβαίνει στη φύση με τη σχέση «αναγκαιότητας» - «συμπτωματικότητας» ή «τυχαίου» το αυτό παρατηρείται και στην κοινωνία. Ο Ένγκελς θα τονίσει ότι «….όπου στην επιφάνεια γίνεται το παιχνίδι του τυχαίου, εκεί η ίδια αυτή τύχη αποδείχνεται πάντα εξαρτημένη από εσωτερικούς κρυφούς νόμους. Όλο το ζήτημα είναι να αποκαλυφθούν αυτοί οι νόμοι.» [33] Αυτοί οι «εσωτερικοί κρυφοί νόμοι» μας οδηγούν στη ρήση του Ηρακλείτου που πρεσβεύει ότι «αρμονίη αφανής φανερής κρείττων.» [34] Τελικά, για τον Ένγκελς, «η τύχη αποτελεί μια μορφή που πίσω της κρύβεται η ανάγκη». [35]

Εν κατακλείδι, όσον αφορά τον Τολστόι, μια και κανένα του έργο δε στερούνταν του φιλοσοφικού πυρήνα, η τύχη παίζει το ρόλο ενός επιταχυντή της κοινωνικής και ιστορικής διαδικασίας. Εκεί ακριβώς μπορεί να παρέμβει η βούληση, ώστε να ποδηγετήσει, να ελέγξει την διεύθυνση της δρομολογούμενης διαδικασίας.


Βιβλιογραφία:


Velimirović Nikolaj(Vladika Nikolaj), Niće i Dostojevski(Ο Νίτσε και ο Ντοστογιέφσκι),Valjevo, Glas Crkve, 2003.
Vučenov Dimitrije, Dimitrijević Radmilo, Čitanka za Treci razred gimnazije(Αναγνωστικό για την Τρίτη τάξη του Γυμνασίου),Beograd, ZzUiNS,1974.
Γκράμσι Αντόνιο, Το δέντρο του σκαντζόχοιρου, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1991.
Ηράκλειτος. Άπαντα, Θεσσαλονίκη,Ζήτρος,1999,
Κατσιμάνης Σ. Κυριάκος δ.φ., Ρούσσος Ν.Ευάγγελος δ.φ., Φιλοσοφία, Αθήνα, ΟΕΔΒ, 1994.
Κατσιμάνης Σ. Κυριάκος, Βιρβιδάκης Στέλιος, Προβλήματα Φιλοσοφίας, Αθήνα, ΟΕΔΒ,1999.
Κρούπσκαγια Ναντέζντα, Για τη διαπαιδαγώγηση και αυτομόρφωση, Αθήνα, Χρόνος, α.χ.
Marković Mixailo, I biti i imati(Και υπάρχειν και έχειν),NIN(Εβδομαδιαίο Ενημερωτικό Περιοδικό), Beograd 21.2.1988.
Orwell George, Ο Τολστόη, ο Βασιλιάς Ληρ και ο Τρελλός, Αθήνα, Γνώση, 1983.
Παλαμάς Κωστής, Πεζοί δρόμου Γ’, Κάποιων νεκρών η ζωή, Αθήναι, Πέτρος Δημητράκος Α.Ε., 1934.
Παπανούτσος Π.Ε. Το δίκαιο της πυγμής, Αθήνα, Δωδώνη,1989.
Petrović Sreten, Književni pogledi. Marksizam i književnost I(Λογοτεχνικές ματιές. Μαρξισμός και Λογοτεχνία I), Beograd, Prosveta, 1983.
Petrović Sreten, Marksistička estetika, Beograd, BIGZ, 1979.
Πρέστον Πήτερ, Συζητήσεις με τον θανάση Λάλα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1996.
Ρόζενταλ – Γιουντίν, Φιλοσοφικό λεξικό, Αθήνα, Εκδόσεις Γιάννης Οικονόμου, α.χ.
Σελίμοβιτς Μέσα, Ο δερβίσης και ο θάνατος, Αθήνα, Γνώση,1988, σ.455
Σκουλάτου Β, Δημακόπουλου Ν, Κόνδη Σ., Ιστορία νεότερη και σύγχρονη, Αθήνα, ΟΕΔΒ,1992.
Толстој Николајевич Лав, Хађи Мурат и друге приповетке(Ο Χατζή Μουράτ και άλλα διηγήματα), Београд, Просвета – Рад, 1986, кнјига четрнаеста(βιβλίο 14ο).
Τσέχοφ Π.Αντόν, Τολστόι Ν.Λέον, Η Ψυχούλα, Μετά το χορό, Αθήνa Πατάκης, 1998.




  • quotes - ρητά

    "A nation which indulges towards another nation - an attitude of hatred, or of a habitual fondness,
    is in some degree a slave."


  • Programed Ahead



 

uploaded 23 Oct. 09   •  ΠΑΝΕΛΛΗΝΕΣ © copyright 2007/09   All rights Reserved   •   webmaster [at] panhellenes.com