Το πρόβλημα της διαδοχής στα πλαίσια του καθεστώτος της 4η Αυγούστου
Άπο τον Δημ. Μαυρόπουλο
Δημοσιεύτηκε στον Πρωινό Τύπο της Δράμας 29.10.09
Θα ήταν κοινοτοπία να ειπωθεί, για πολλοστή φορά, ότι το «ΟΧΙ» δεν το είπε στους Ιταλούς ο ελληνικός λαός, αλλά ο Εθνικός Κυβερνήτης. Αν ήταν έτσι γιατί ο λαός δεν επέβαλε τη θέλησή του στους εκλεγμένους ηγέτες του, εν μέσω μάλιστα του κοινοβουλευτικού καθεστώτος, όπως επί παραδείγματι στη περίπτωση του βομβαρδισμού της Σερβίας την άνοιξη του 1999 όπου κι οι «λίθοι κεκράξονται» εναντίον της νατοϊκής επέμβασης και της συμμετοχής της χώρας μας σ’ αυτήν;
Επιπλέον, σε ορισμένα κοινοβουλευτικά καθεστώτα τα εκλεγμένα πολιτειακά και πολιτικά πρόσωπα δεν είναι ικανά ούτε το άτυπο δημοψήφισμα να επικαλεστούν, πολύ δε περισσότερο να το απαιτήσουν• όταν δεν το εμπαίζουν, όπως στην περίπτωση των 3.000.000 υπογραφών που συνέλλεξε η Εκκλησία για το ζήτημα της προαιρετικής ή μη αναγραφής του θρησκεύματος στα δελτία αστυνομικής ταυτότητας το 2001, ώστε κατ’ αυτόν τον τρόπο να κινητοποιήσουν τις λαϊκές μάζες στον σκοπό επίλυσης των κοχλαζόντων κοινωνικών προβλημάτων. Αντιθέτως, εκείνη η προσωπικότητα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, ο οποίος υποδύθηκε στο πρόσωπο του τον Βόταν από το «Δακτυλίδι του Νιμπελούνγκεν» του Βάγκνερ, που αναθεματίστηκε όσο κανείς άλλος πολιτικός ηγέτης, απευθύνθηκε εν είδη δημοψηφίσματος στον λαό του το 1941 ώστε ο τελευταίος να συνεισφέρει τα εντελώς απαραίτητα γι’ αυτόν γουναρικά του στον στρατευμένο πολίτη του ανατολικού μετώπου. Αποτέλεσμα δε αυτής της ενέργειας ήταν ότι ο λαός αυτός σύσσωμος με μια πρωτοφανέρωτη ετοιμότητα ν’ ανταποκριθεί πάραυτα. Στο όνομα και πάλι της πατρίδας, ποιος κοινοβουλευτικός αστέρας σήμερα θα μπορούσε να απευθυνθεί στο λαό, εν είδη δημοψηφίσματος, για να τον προτρέψει π.χ. να μη φοροδιαφεύγει;
Σε καμιά λοιπόν περίπτωση ο λαός δεν αντικαθιστά τον ηγέτη του κράτους, όταν μάλιστα σ’ αυτό επικρατεί απόλυτη τάξη και ο ηγέτης απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του λαού. Κατ’ τ’ άλλα ο λαός είναι ο αστάθμητος παράγων, που την μια στιγμή ζητωκραυγάζει «ωσαννά» και την άλλη «σταύρωσον». Ηλίου φαεινότερον είναι ότι ο Μεταξάς(1871-1941) εκείνο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου ενήργησε με γνώμονα το διαρκές και αναπαλλοτρίωτο λαϊκό αίτημα για εθνική ανεξαρτησία.
Όπου ιστορικά η αντικατάσταση των ηγεσιών έγινε κατόπιν λαϊκής κατακραυγής, μέσω μιας εξέγερσης ή επανάστασης, τούτο ήταν φαινομενικό. Κάθε φορά στο παρασκήνιο ή και ανοιχτά στο προσκήνιο βρισκόταν ο υποψήφιος ηγέτης ή ομάδα που είτε κινούσε τα νήματα μυστικά, συνωμοτικά, είτε επέμβαινε εν ευθέτω χρόνω για να μαζέψει την ορμητικότητα της μάζας. Την εξέγερση ή επανάσταση λοιπόν δεν την κάνουν τα υποκείμενα που προβάλλονται ότι δεινοπαθούν και υποδουλώνονται πραγματικά ή δυνητικά, δηλαδή η εκάστοτε μάζα, αλλά εμπνευστές και οργανωτές της είναι αυτοί που δεν υποφέρουν να βλέπουν την υποδούλωση και τα δεινοπαθήματα στους άλλους. Για τα ζητήματα εξουσίας και τις σχέσεις ηγέτη-λαού κανείς θα μπορούσε να ανατρέξει στον «Ηγεμόνα» του Μακιαβέλλι(1469-1527) για να επιβεβαιώσει τις προαναφερόμενες παρατηρήσεις.
Στην περίπτωση του Β’ Π. Π. είναι γεγονός ότι η στασιμότητα στο αλβανικό μέτωπο με την πεντάμηνη αιματοχυσία εκατέρωθεν επίτασσε να υπάρξει μια »τίμια» συνθηκολόγηση, υπό τη μεσολάβηση της Γερμανίας, πράγμα που μαρτυρείται σε μια σειρά πηγές. Επίσης αληθές είναι ότι οι Εγγλέζοι όχι μόνον δεν επιθυμούσαν ευθύς εξαρχής την προσφερόμενη «ουδετερότητα» της Ελλάδας, αλλά κατάφεραν να την εμπλέξουν έτι περισσότερο-παρά τις επιφυλάξεις τόσο του Μεταξά όσο και του Αλέξανδρου Παπάγου(1883-1955)- με τα ατελέσφορα πολεμικά μέσα που απέστελλαν στο έδαφος της δήθεν για την προστασία της. Μοιραία για την Ελλάδα στάθηκε η αλλαγή στάσης των Γιουγκοσλάβων, που ανάγκασε τους Γερμανούς να εξαπολύσουν την επίθεση «Μαρίτα». Δυο μέρες μετά την υπογραφή προσχώρησης της βασιλικής Γιουγκοσλαβίας στον άξονα, στις 27 Μαρτίου 1941, με πραξικόπημα και λαϊκή κινητοποίηση που εκδηλώθηκε με διαδηλώσεις στο Βελιγράδι• με κυρίαρχο σύνθημα το «Καλύτερα πόλεμος παρά συμμαχία, καλύτερα τάφος παρά δουλεία», τα γεγονότα εκβιάστηκαν και έτσι η Γερμανία θα εξαπολύσει στις 6 Απριλίου την επίθεσή της ταυτόχρονα στις δυο βαλκανικές χώρες.
Ενωρίτερα όμως, ολέθριος για τα ελληνικά πράγματα στάθηκε ο αιφνίδιος θάνατος του Ιωάννη Μεταξά στις 29 Ιανουαρίου 1941.Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’(1890-1947) διορίζει πρωθυπουργό τότε τον Αλέξανδρο Κορυζή(1885-1941), πρώην Διοικητή της Εθνικής Τράπεζας και Υπουργό Προνοίας, ο οποίος και θα αυτοκτονήσει υπό το βάρος των κατακλυσμιαίων γεγονότων που θα ακολουθήσουν στις 19 Απριλίου. Η κατοπινή ανάθεση εντολής στον Αλέξανδρο Κοτζιά, γνωστό γερμανόφιλο, και η κατάθεση της στον Βασιλιά, διατράνωνε το αδιέξοδο στο οποίο οδήγησε τη χώρα η ακολουθουμένη αγγλόφιλη πολιτική, με κύριο εμψυχωτή αυτής τον ίδιο το βασιλιά. Αν και πρέπει να τονιστεί ότι ο Μεταξάς άλλαξε γεωστρατηγική αντίληψη κατά τον μεσοπόλεμο, με το να προκρίνει την υπαγωγή της χώρας σε υπέρτερη ναυτική δύναμη κι όχι χερσαία.
Υφίσταται η κατηγορία ότι ο Ιωάννης Μεταξάς δεν μερίμνησε εγκαίρως για τη διαδοχή του, αν δεν την είχε ουδόλως υπόψιν, και ως εκ τούτου, όταν επήλθε ο θάνατος του επικράτησε σύγχυση. Η σύγχυση δε αυτή υποστηρίζεται ότι οδήγησε στην κατάρρευση του μετώπου και στην επερχόμενη συνθηκολόγηση• συνθηκολόγηση που υπήρξε διασπαστική και απαρχή άλλων δεινών.
Άραγε ο Εθνικός κυβερνήτης λειτούργησε σύμφωνα με τη φράση του Λουδουβίκου XV(1710-1774) «Μετά από εμένα ο κατακλυσμός»(«Apres moi le deluge»)• φράση που αναφέρεται στους ανθρώπους εκείνους που δεν φροντίζουν για το τι θα συμβεί μετά τον επικείμενο θάνατό τους θωρακισμένοι μέσα στον εγωισμό τους και την υπεροψία τους;
Η παραπάνω κατηγορία δεν αφορούσε μόνον το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, αλλά και τ’ άλλα ομοΐδεατικά, «ολοκληρωτικά», καθεστώτα, προεξάρχοντος αυτό του NSDAP στη Γερμανία και του φασιστικού στην Ιταλία. Το ακανθώδες ζήτημα της διαδοχής, συνοδευόταν εξίσου με το επίσης σοβαρό ζήτημα του διαλόγου. Για το δε γερμανικό καθεστώς μαθαίνουμε από τα επιθανάτια γραπτά του Alfred Roseneberg(1893-1946) στο έργο του «Μνήμες», θεωρητικού της εθνοσοσιαλιστικής ιδέας, πώς σχεδιαζόταν να επιλυθούν αμφότερα τα ζητήματα. Σε κάθε περίπτωση τα προβλήματα δεν απωθούνταν στις καλένδες αλλά και οι λύσεις που προκρίνονταν ήταν εντός του ιστορικοκοινωνικού και ιδεολογικοφιλοσοφικού πλαισίου που ανέδειξαν τις πολιτικές δυνάμεις αυτές.
Μέσα στη σύντομη ζωή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου δεν είχε προβλεφθεί το ζήτημα της διαδοχής και ο τρόπος ανάδειξης του ηγέτη. Αν εξαιρέσουμε το σύντομο της ζωής του καθεστώτος και την αναγκαιότητα που αυτό ήρθε να υπηρετήσει το παραπάνω συνέβη γιατί ο αρχηγός δεν επιλέγεται, δε διαλέγεται, δεν είναι αξίωμα που κληροδοτείται, αλλά κατακτάται απ’ τον ικανότερο. Τα οποιαδήποτε εμπόδια είναι θεμιτά γιατί επιβεβαιώνουν ευθύς εξαρχής την αξία αυτού που επιθυμεί να ανέλθει και το πώς εννοεί τον επωμισμό του βάρους των ευθυνών που εκπορεύονται από το αναληφθέν εγχείρημα.
Ο λαός δεν επέλεξε τον Μεταξά, αλλά αυτός πρόβαλλε τον εαυτό του στις δύσκολες στιγμές που η Ελλάδα περνούσε, με το πολιτικοοικονομικό και κοινωνικό χάος που επέτεινε η πρώτη αβασίλευτη κοινοβουλευτική δημοκρατία(1924-1935).Ο ίδιος άλλωστε ήταν ευθαρσώς εναντίον του κοινοβουλευτισμού, αν και η άνοδος του στην εξουσία, όπως και των Χίτλερ και Μουσολίνη, ακολουθήθηκε και απ’ τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Πολλοί εξάλλου απ’ τους πολιτικούς του αντιπάλους προσέβλεπαν σε ένα καθεστώς ανάλογο μ’ αυτό που εγκαθίδρυσε ο Μουσολίνη στην Ιταλία, όπως επίσης αυτοπαρουσιάζονταν ως Έλληνες Μουσολίνη, π.χ. ο Πλαστήρας και ο Πάγκαλος.
Ο πνευματικός κόσμος της χώρας επίσης προέκρινε μια λύση δυναμική• άραγε με την «αναζήτηση ενός Έλληνα Πούτιν» ή ενός «Έλληνα Νταβούτογλου» για να θυμηθούμε το Χρήστο Γιανναρά στις προ ολίγου καιρού επιφυλλίδες του στην «Καθημερινή» κάτι ανάλογο δε μας φέρνει στο νου;
Ο Μεταξάς οργάνωσε το Κράτος, έδωσε λύσεις, και προετοίμασε τη νίκη. Όσοι αισθάνονταν παραγκωνισμένοι, θα μπορούσαν μετά το θάνατό του αφενός να συνεχίσουν το έργο του ή και να προσπαθήσουν να σώσουν τον χειμαζόμενο τόπο. Ο Εθνικός Κυβερνήτης πεθαίνοντας άφησε άρτια οργάνωση, οπότε οι επόμενοι όφειλαν να δράσουν ορθά. Σίγουρα οι πεθαμένοι δεν μπορούν να διοικήσουν, αλλά μπορούν οι ζώντες να επικαλεστούν την αυθεντία των νεκρών ώστε να λειτουργήσουν αυτοί ως σύμβολα, κάτι ανάλογο με την αφίσα του νεκρού Μεταξά που φιλοτέχνησε η Κατράκη και τον παρουσίαζε να συμπαραστέκεται στον στρατιώτη της Πίνδου. Μπορούσαν πάλι να τους μιμηθούν, εν τέλει αν αυτό δεν τους εκπροσωπούσε να τους παρουσιάσουν ως παράδειγμα προς αποφυγή. Το ζητούμενο ήταν η σωτηρία του τόπου. Τι λοιπόν έπραξαν πολιτειακός άρχοντας, λαός και πολιτικοί αρχηγοί στο τετράμηνο που μεσολάβησε από το θάνατό του; Γιατί δεν ετοίμασαν πολεμικά σχέδια για το αρνητικό ενδεχόμενο εμπλοκής της χώρας σε πόλεμο με την εθνοσοσιαλιστική Γερμανία; Τι έπραξαν οι στρατηγοί και πολιτικοί αρχηγοί;
Ο Ιωάννης Μεταξάς υπήρξε «εκλεκτός» -«πολλοί γαρ εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί»- και ανήκε επαξίως στην «αριστοκρατία του χαρακτήρα», γέννημα θρέμμα της εποχής του πρώτου ήμιση του 20ου αιώνα. Αυτή η «αριστοκρατία του χαρακτήρα» ακολούθησε την «αριστοκρατία του πνεύματος», δημιούργημα η τελευταία της Γαλλικής επανάστασης, κι αυτή υπήρξε συνέχεια της »αριστοκρατίας της καταγωγής». Παρότι η κάθε «αριστοκρατία» ακολουθεί και διαδέχεται η μια την άλλη, στα πλαίσια μιας εξελικτικής πορείας, όπου όλες θα διέλθουν αργά ή γρήγορα τη φάση των υπηρεσιών, των προνομίων και των καταχρήσεων, η τελευταία εμφανώς, δηλαδή η «αριστοκρατία του πνεύματος» επιτείνει επικίνδυνα το αδιέξοδο και την παρακμή με τη «θολοκουλτούρα», τον εξισωτισμό και την ασπλαχνία των δικαιωμάτων που μας έχει πλημμυρίσει.