Λόγος στα αποκαλυπτήρια του μνημείου Μικρασιατικής Καταστροφής
του Δημ. Μαυρόπουλο
Δημοσιεύτηκε στον Πρωινό Τύπο της Δράμας 20.09.09
Τι συμπέρασμα θα μπορούσε να εξάγει κανείς αν προέβαινε στη μελέτη δυο πολιτιστικών στοιχείων, ενός πίνακα ζωγραφικής και ενός γλυπτού, και ποια άραγε θα ήταν η έκπληξή του απ’ αυτή του την προσέγγιση; Παρατηρώντας λοιπόν τον πίνακα του Ευγένιου Ντελακρουά (1798-1863), η «Σφαγή της Χίου», το μάτι του θεατή εστιάζεται σε μια λεπτομέρεια όπου εικονίζεται ένα βρέφος που προσπαθεί να θηλάσει απ’ το στήθος της σφαγμένης απ’ τους Τούρκους μητέρας του, για να αντλήσει μια τελευταία πνοή ζωής.
Απ’ την άλλη παρατηρώντας το τουρκικό μνημείο που είναι στημένο στο Αφυόν Καραχισάρ, στο επονομαζόμενο «Ηρώο της Νίκης κατά των Ελλήνων», ευθύς αυτό που αυθόρμητα εκλαμβάνεις είναι ο τρόμος και η αίσθηση ότι σε ζώνει μια ακατάληπτη αμηχανία, απ’ την παραστατικότητα με την οποία ο γλύπτης απέδωσε τον σε όρθια στάση Τούρκο που ποδοπατάει κι είναι έτοιμος να σπαράξει έναν πεθαμένο Έλληνα στρατιώτη.
Ιστορικά ο Τούρκος συνδέθηκε με τη βία, τις σφαγές, τις λεηλασίες, τις δηώσεις, τους βιασμούς. Η επαφή του δε με τη Δύση, μετά την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, τον κατέστησε ικανό να αποτυπώσει και το μίσος του απέναντι στον εν δυνάμει και προαιώνιο εχθρό του, όπως αυτό αποδεικνύεται από το προαναφερθέν γλυπτό σύμπλεγμα, σε μια προσπάθεια να κρατηθεί επίκαιρη και συνεχώς κλιμακούμενη η απειλή κατά της Ελλάδας. Άλλωστε οι ίδιοι εκούσια συνδέονται με το βάρβαρο παρελθόν, για το οποίο μάλιστα υπερηφανεύονται, αποτελεί δε περίτρανη απόδειξη τούτου, το γεγονός ότι την απόβασή τους στην Κύπρο το 1974 την βάφτισαν συνθηματικά «επιχείρηση Αττίλας», με το όνομα δηλαδή αυτού που αποκλήθηκε «μάστιγα του Θεού».
Έχοντας ακριβώς αυτό υπόψιν είναι να θλίβεσαι που Ελληνίδα πανεπιστημιακός συνέγραψε σχολικό εγχειρίδιο, η κυρία Μαρία Ρεπούση με το σύγγραμμά της «Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια. Ιστορία Στ’ Δημοτικού», με το οποίο επιχειρούσε να μυήσει στα ιστορικά γεγονότα τους Ελληνόπαιδες, άλλωστε αυτούς είχε ως στόχο, διότι για τους αλλοδαπούς μαθητές εν τέλει κάτι τέτοιο ήταν και είναι αδιάφορο έως ξένο, διαστρεβλώνοντας την παραδομένη ιστορική πραγματικότητα και ασελγώντας στις μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων, ενώ την ίδια στιγμή άλλη πανεπιστημιακός, η κυρία Κουλούρη, που υπό το συντονισμό της εκπονήθηκε το περιβόητο τετράτομο έργο της «Εναλλακτικής ιστορίας», στο οποίο καταβλήθηκε προσπάθεια να απαλειφθούν στοιχειά υποτίθεται εχθρικά προς τους γειτονικούς λαούς.
Έτσι μας γεννιούνται κάποια εύλογα ερωτήματα:
α. Εγράφησαν τέτοιους είδους εγχειρίδια και στην γείτονα εξ ανατολών χώρα, δηλαδή την Τουρκία; Αν όχι τούτο τι αποδεικνύει;
β. Οι εμπνευστές αυτής της κίνησης, αυτοί που ασκούν υψηλή επιδιαιτησία, δηλαδή οι Αμερικανοί, γιατί δεν πρωτοστάτησαν να γράψουν ανάλογα εγχειρίδια για την σχετιζόμενη με τη δική τους ιστορία χώρα, πριν επιχειρήσουν να κάνουν κάτι τέτοιο με τις άλλες;
γ. Ποια συμφέροντα κρύβονται πίσω απ’ την οικονομική επιχορήγηση αυτών των προσπαθειών και πόσο ειλικρινή αισθήματα τρέφουν αυτά απέναντι στον ελληνισμό(Σόρος);
Υφίστανται απόψεις που θεωρούν ότι ο αφανισμός των Ελλήνων απ’ τις προγονικές εστίες τους ήταν πράξη αντεκδίκησης των Νεότουρκων και Κεμαλιστών, για την πρόκληση των δυο Βαλκανικών Πολέμων(1912-1913) και την Μικρασιατική Εκστρατεία. Εν τούτοις έχει αποδειχτεί ιστορικά ότι η εξολόθρευση των Ελλήνων είχε σχεδιαστεί πολύ ενωρίτερα και το μόνο που απόμεινε ήταν το πλήρωμα του χρόνου για να υλοποιηθεί με την αναζήτηση αφορμών. Άλλωστε η γενοκτονία των Αρμενίων αποδεικνύει έτι περισσότερο του λόγου το αληθές. Καταγράφεται ότι η επανάσταση των Νεότουρκων γέννησε προσδοκίες, όπως επίσης και σήμερα οι απόψεις των «νεο-οθωμανών», όπως αυτές εκπροσωπούνται απ’ τον υπουργό εξωτερικών και διανοούμενο Αχμέτ Νταβούτογλου, γεννούν προσδοκίες σε μια σειρά διανοούμενους στη χώρα μας. Θα έλεγε κανείς, ακόμη κι αν αυτό φαίνεται οξύμωρο, ότι αν δεν υπήρχαν οι νικηφόροι βαλκανικοί πόλεμοι, ακόμη κι αυτή η Μικρασιατική Εκστρατεία, ο αφανισμός του ελληνισμού θα ακολουθούσε και θα συμπλήρωνε αυτόν του αρμενικού λαού.
Επίσης, δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η προσπάθεια που καταβάλλεται ν’ αποδοθούν οι ευθύνες της γενοκτονίας και του αφανισμού των μικρασιατικών πληθυσμών στους Νεότουρκους, με μια αριστοτεχνική ομολογουμένως χρήση των σχηματοποιημένων όρων «οθωμανική κυβέρνηση», απ’ τη μια πλευρά, «Τουρκικός λαός», «τουρκικό έθνος», απ’ την άλλη. Το εγχείρημα ενεργοποιήθηκε ήδη την επομένη της διάπραξης του εγκλήματος με απώτερο στόχο να αποενοχοποιηθεί ο θύτης, εννοείται με το να αποδοθούν οι ευθύνες στην εκάστοτε κυβέρνηση. Παράδοξο είναι ότι η προσπάθεια αυτή έχει κάποτε ευμενή αποδοχή στην ανατολική πλευρά του Αιγαίου, δηλαδή στην Ελλάδα, και πρεσβεύει αφενός ότι δεν ευθύνονται οι γειτονικοί λαοί για ότι συνέβη και αφετέρου ότι αυτοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε. Γεύση αυτής της εντελώς αντιιστορικής και παράλογης άποψης έχουμε σε μια σειρά δημοφιλή λαϊκά τραγούδια («Μες του Βοσπόρου τα στενά….» κ. ά.).
Πρέπει ν’ απαντηθεί επίσης η κατηγορία ότι η Μικρασιατική Εκστρατεία ήταν πράξη ιμπεριαλιστική, χαρακτηρισμός με τον οποίο χρεώνουν την προσπάθεια της τότε ελληνικής πολιτείας ν’ απελευθερώσει τους αλύτρωτους Έλληνες. Η Ελλάδα λοιπόν, εν αντιθέσει με ότι διακηρύσσουν:
Α. Είχε δημογραφικά δικαιώματα, οι περιοχές που διεκδικούσε κατοικούνταν από συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς και τούτο αποδεικνυόταν από τις διενεργηθείσες απογραφές και τις μαρτυρίες των ιδίων των Νεοτούρκων αποτυπωμένες στις διαταγές τους για την εξολόθρευση των πληθυσμών στις περιοχές που πλειοδοτούσε το ελληνικό στοιχείο,
Β. Είχε ιστορικά δικαιώματα, ο μικρασιατικός χώρος κατοικήθηκε απ’ τα ελληνικά φύλα ήδη απ’ τον 8ο-7ο αιώνα, με τον πρώτο και δεύτερο αποικισμό, και
Γ. Πάνω απ’ όλα είχε ηθικό δικαίωμα να προστατέψει τους ομογενείς που ήταν εκτεθειμένοι στην τουρκική βία και θηριωδία.
Χρήσιμο είναι να σταθεί κανείς στα ζητήματα των αριθμών για να αποτιμήσει και το μέγεθος της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Υπολογίζεται ότι στα μέσα της βυζαντινής περιόδου, όταν την Αυτοκρατορία απειλούσαν οι Άραβες, ο μικρασιατικός πληθυσμός ανέρχονταν σε 8.000.000. Ενώ γύρω στα 1.000 μ.Χ., όταν την διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας είχε η μακεδονική δυναστεία είχε ανέλθει στα 8.800.000. Στις αρχές της τουρκικής περιόδου ο πληθυσμός εμφανίζει μείωση και υπολογίζεται στα 6 εκατομμύρια. Μάλιστα θα μειωθεί ακόμη περισσότερο κατά τις αρχές του 16ου αιώνα και θα φτάσει τα 5 εκατομμύρια. Απότοκος των διωγμών, των εξισλαμισμών, του παιδομαζώματος και της καταπίεσης ήταν να περιοριστεί ο ελληνοχριστιανικός πληθυσμός στα δυτικά και βόρεια παράλια σε συμπαγείς νησίδες, εν μέσω της τουρκικής ή εκτουρκισμένης θάλασσας. Εν τούτοις τον 19ο αιώνα, κάτω απ’ την επίδραση μιας σειράς παραγόντων αρχίζει η ανάκαμψη του συρρικνωμένου ελληνικού πληθυσμού.
Ενδεικτικά, αξίζει να σημειωθεί τι συνέβη απ’ άποψη δημογραφικής αποψίλωσης σε μια απ’ τις ελληνικές χώρες, την Ανατολική Θράκη, όπου πάντοτε πληθυσμιακά επικρατούσε το ελληνικό στοιχείο. Όταν λοιπόν κατά τον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, ο τουρκικός στρατός υποχωρούσε δια μέσου της Ανατολικής Θράκης εμπρός στον προελαύνοντα βουλγαρικό στρατό, τούτος διέπραξε πρωτοφανείς αγριότητες εναντίον του άμαχου πληθυσμού, τις οποίες ολοκλήρωσε το επόμενο έτος όταν ανακατέλαβε την περιοχή. Τις διώξεις, τους φόνους, τις κακοποιήσεις θα ακολουθήσουν οι αθρόες απελάσεις που θα κορυφωθούν το 1914. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανέβασε τον αριθμό των εκτοπισμένων σε 130.282.
Εις αντικατάσταση των εκδιωγμένων οι Τούρκοι μετέφεραν 132.500 Μουσουλμάνους απ’ τα εδάφη της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας, της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, για να αλλοιώσουν τα δημογραφικά δεδομένα της Ανατολικής Θράκης. Το 1919 όταν η Οθωμανική αυτοκρατορία τελούσε υπό διάλυση παλινόστησαν στα πατρώα θρακικά εδάφη 107.877 άτομα. Στατιστική που διενεργήθηκε από ελληνικής πλευράς το Ιούλιο του 1920, πριν απ’ την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, απέδειξε ότι έναντι 306.547 Ελλήνων οι Τούρκοι κάτοικοι της Ανατολικής Θράκης δεν ξεπερνούσαν τους 231.519. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι στη διετία 1915-1916 μαζί με τον αφανισμό 1.500.000 Αρμενίων εξοντώθηκαν και παρά πολλοί Έλληνες, ιδίως μέσω των «ταγμάτων εργασίας» για τους άνδρες και των εκτοπίσεων για τον υπόλοιπο πληθυσμό, μαζί με πυρπολήσεις χωριών υπό την πρόφαση της φυγοστρατίας.
Όσον αφορά τη Σμύρνη, με την σφαγή και την αποτέφρωσή της, τα θύματά εκείνο το φθινόπωρο του 1922 υπολογίστηκαν στις 150.000. Τον Ιανουάριο του 1923 υπογράφηκε η Σύμβαση Ανταλλαγής Πληθυσμών, σύμφωνα με την οποία 1.290.000 Ορθόδοξοι Χριστιανοί ανταλλάγησαν με 480.000 Μουσουλμάνους, ή με άλλα λόγια στους 100 Χριστιανούς αντιστοιχούσαν 37,20 % ανταλλάξιμοι Μουσουλμάνοι. Η εξαίρεση των 300.000 Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, των νησιών Ίμβρου και Τενέδου ουδόλως ευνόησε διαχρονικά το ελληνικό στοιχείο. Μέσα σε εννέα δεκαετίες από τους 12.000 Έλληνες κατοίκους των νησιών απομείναν μερικοί γέροντες μετρημένοι στα δάχτυλα. Αντιθέτως η μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης όχι μόνο ευημέρησε, αλλά και ως έναν βαθμό εκτουρκίστηκε, πράγμα εντελώς απαράδεκτο.
Γενικά ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη υπολογίζεται ότι ήταν στην αρχή του εικοστού αιώνα 3.000.000 περίπου. Σύμφωνα με εκθέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1919 οι εκτοπισμένοι στο εσωτερικό της Τουρκίας ήταν 774.235 τουλάχιστον. Λίγοι εξ αυτών επέζησαν. Πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή απελάθηκαν ή κατέφυγαν στην Ελλάδα περί τα 400.000 άτομα. Με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών σ’ αυτούς προστέθηκαν κι άλλοι 1.300.000 άτομα, ενώ περί τους 200.000 κατέφυγαν προς τη Ρωσία. Αν υπολογίσει κανείς και τον απορφανισμό της Κωνσταντινούπολης απ’ τους 300.000 Έλληνες κατανοεί γιατί η Ελλάδα ζει και αναπνέει μ’ έναν πνεύμονα.
Τέλος, θα πρέπει να απορριφθεί ο αφορισμός που διακηρύσσει ότι «Τα βαλκάνια παράγουν περισσότερη ιστορία απ’ όση μπορούν να απορροφήσουν ή να αντιμετωπίσουν» ως ανεδαφικός και ανόητος. Αντιθέτως, είναι ζήτημα αρχής μελετώντας τα λάθη του παρελθόντος και εξάγοντας διδάγματα απ’ αυτά να τ’ αποφύγει κανείς στο μέλλον. Ο πρεσβευτής Κωνσταντίνος Σακελλαρόπουλος στο βιβλίο του «Η σκιά της Δύσεως. Ιστορία μιας καταστροφής» εν τούτοις θεωρούσε ότι η Ελλάδα δεν κατέστη δυνατό να επωφεληθεί απ’ την παραπάνω αρχή, διότι «Και πώς να το κατορθώσει, γράφει, αφού δεν έμαθε ποτέ την αιτίαν των παθημάτων της, αφού ακόμη χειρότερα παρεπλανήθη τόσον ως προς αυτήν!». Και τα λάθη αλλοίμονο επανελήφθησαν. Τη θέση της Αντάντ κατάλαβε η Βορειοατλαντική Συμμαχία(ΝΑΤΟ), και αντί της Μικρασιατικής Καταστροφής η Ελλάδα υπέστη τα Σεπτεμβριανά του 1955, την κατοχή της Κύπρου το 1974, το αργό και επίπονο ξερίζωμα των Ελλήνων των νησιών της Ίμβρου και Τενέδου, τις συχνές προκλήσεις στο Αιγαίο. Δεν αποτελεί άλλοθι η «παγκόσμια αδιαφορία», διότι έμπροσθεν της «δική μας αδιαφορίας» αυτή ωχριά. Σε κάθε περίπτωση δεν μας είναι αναγκαία η μέχρι ολίγων δεκαετιών επίκληση των Εβραιών της Διασποράς «»Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσά μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ»», όχι γιατί ως απεμπολητές δεν υποκαθιστούμε την Ιερουσαλήμ των Εβραίων με την Κωνσταντινούπολη των Ελλήνων, αλλά διότι ως κατεξοχήν ιστορικός λαός έχουμε ως οδηγό το απόφθεγμα του Ευριπίδη(480-407 π.Χ.) που καταφάσκει ότι «Όλβιος όστις της ιστορίας έσχεν μάθησης». Βέβαια, δεν μπορεί να παραμείνει απαρατήρητη και η προσπάθεια που καταβάλλεται για την προσέγγιση των γειτονικών λαών, Ελλήνων και Τούρκων, με επιδιαιτησία της υπερατλαντικής δυνάμεως. Επ’ αυτού θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η ρήση του Αλέξανδρου Σολτζενίτσιν(1918-2008) ότι «Όποιος θυμάται τα παλιά, να του βγεί το μάτι!«, οπότε και ο εφησυχασμός θα ήταν δικαιολογημένος, συνεχίζει όμως ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας. «Αλλά όποιος ξεχνάει, να του βγουν και τα δύο».
Επιβεβαιωτικά της συνέχειας του ελληνισμού στο χρόνο, τέλος, σίγουρα αποτέλεσαν τα αρχαία ευρήματα ή αλλιώς «Η πέτρα είναι το μεγάλο σύμβολο του αχρόνου αποτελέσματος του γίγνεσθαι». Πέρα όμως απ’ τις «νεκρές εικόνες από πέτρα», που καταμαρτυρούν την πολιτιστική συνέχεια υφίστανται αποδείξεις που αποδείχνουν τη φυλετική συνέχεια με τους «εναπομείναντας γνησίους επιγόνους», αυτούς που σήμερα αρνούνται να ξεχάσουν, εν ονόματι των θυμάτων, αγωνίζονται και διεκδικούν, εν ονόματι των προσφύγων και των απογόνων τους, αυτούς που την παραμυθία την αναγόρεψαν σε στόχο και δεν άφησαν την απελπισία να τους κυριέψει, διότι:
«Η Ρωμανία πέρασεν, η Ρωμανία επάρθεν
η Ρωμανία πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο
η Ρωμανία πέρασεν πάλι θα ξανανθίσει».