«Ομιλία στην εκδήλωση μνήμης για τα θύματα
της σφαγής της Δράμας» 29 Σεπτεμβρίου 1941
Στις 29 Σεπτεμβρίου 2010 τελέστηκε μνημόσυνο στον Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Δράμας για τα θύματα της σφαγής της Δράμας, στην οποία προέβη η βουλγαρική δύναμη κατοχής τον
Σεπτέμβριο - Οκτώβριο 1941, από τους μητροπολίτες Δράμας κ. Παύλο, Καλαβρύτων κ. Αμβρόσιο και Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβα.
Ομιλία εκφώνησε ο ιστορικός-εθνολόγος Δημήτριος Μαυρόπουλος.
«Ο τόπος αυτός, όπου ζούμε απόγονοι εντοπίων και προσφύγων, τρεις φορές μέσα σε μια τριακονταετία γνώρισε τη βουλγαρική κατοχή.
Η πρώτη βουλγαρική κατοχή ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1912, κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, και έληξε την 1η Ιουλίου 1913, ημερομηνία απελευθέρωσης της πόλης της Δράμας, κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, όταν η Βουλγαρία ηττήθηκε από τους πρώην συμμάχους της και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πληρώνοντας το βαρύ τίμημα της απληστίας της.
Η δεύτερη βουλγαρική κατοχή ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1916 κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά την διάρκεια του οποίου τα βουλγαρικά στρατεύματα σε σύμπραξη με τα γερμανικά κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία, και έληξε με την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων το Σεπτέμβριο του 1918.
Η τρίτη βουλγαρική κατοχή χρονικά εκτάθηκε από το 1941 έως το 1944 και διήρκησε μια τριετία.
Η Βουλγαρία διεκδικούσε τα εδάφη της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης κατά κύριο λόγο ταυτίζοντας τις εξαρχικές ενορίες, εντός αμιγών ή μικτών κοινοτήτων πατριαρχικών και εξαρχικών με τα όρια του βουλγαρικού έθνους, πραγματώνοντας τον πόθο της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου(1878). Έως τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 η σύγκρουση πατριαρχικών και εξαρχικών μετατράπηκε σε εθνοτική σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων στη διάρκεια των δύο φάσεων του μακεδονικού αγώνα, επιβεβαιώνοντας έτσι τον ηροδότειο ορισμό για το έθνος και τα στοιχεία που το συναπαρτίζουν, δηλαδή το όμαιμον, το ομόγλωσσον, το ομόθρησκον και το ομότροπον.
Η Βουλγαρία αισθανόταν αδικημένη από τη συνθήκη του Βουκουρεστίου(1913), που συνομολογήθηκε με το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων και του Νεϊγύ(1919), που υπογράφηκε μεταξύ Βουλγαρίας και νικητριών δυνάμεων με το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε και ως αναθεωρητική δύναμη απαιτούσε και ανέμενε να επανορθώσει τις εις βάρος της υποτιθέμενες αδικίες. Ο Β’ Π. Π. της έδωσε την ευκαιρία που ζητούσε γι’ αυτήν την επανόρθωση.
Η τακτική που ακολουθούσε η γείτονα χώρα στη διάρκεια κατοχής ξένων εδαφών ήταν πανομοιότυπα απαρέγκλιτη και τέτοια που όπως μας πληροφορεί ο Γιουγκοσλάβος, σερβικής καταγωγής, ιστορικός Βλαδίμηρος Τσόροβιτς(1885-1941), αναφερόμενος στον Α’ Π. Π., οι Βούλγαροι «αδιακρίτως δολοφονούν την λαϊκή διανόηση, ιδιαιτέρως ιερείς και δασκάλους», τόσο που ο ίδιος συγγραφέας θα γράψει κάπου ότι οι «Γερμανοί αποδείχτηκαν περισσότερο φιλάνθρωποι και κάποτε προστάτευαν μεμονωμένα άτομα από τις βουλγαρικές κτηνωδίες».
Είναι γεγονός ότι πολλοί κάτοικοι της βουλγαροκρατούμενης περιοχής την εγκατέλειπαν με κίνδυνο της ζωής τους για να φθάσουν στην γερμανοκρατούμενη Ελλάδα δυτικά του Στρυμόνα.
Το Μάιο του 1941 οι κατοχικές γερμανικές δυνάμεις στην Ελλάδα προσέφεραν την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη στη Βουλγαρία, παρότι επίσημα δεν κηρύχτηκε πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Επίσης, παράξενο είναι, από άποψη διεθνούς δικαίου, ότι η εξόριστη βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών θα κηρύξει επίσημα τον πόλεμο στη Βουλγαρία στις 2 Ιουλίου 1941, με χρονική καθυστέρηση δυόμιση μηνών, όταν η de facto κατάσταση της κατάληψης των ελληνικών εδαφών προηγήθηκε. Η βασιλική βουλγαρική κυβέρνηση μετέτρεψε τις ελληνικές περιοχές της δικαιοδοσίας της, δηλαδή την περιοχή από τον ποταμό Στρυμόνα έως τον ποταμό Έβρο, εκτός από τα ¾ του ομώνυμου ακριτικού νομού, όπως και τα νησιά της Θάσου και της Σαμοθράκης, σε τμήμα της βουλγαρικής επικράτειας υπαγόμενο στην «περιφέρεια της Άσπρης Θάλασσας», βουλγαριστί бяломоре. Άνευ χρονοτριβής αντικατέστησε τις διοικητικές, εκπαιδευτικές, οικονομικές και εκκλησιαστικές αρχές με βουλγαρικές αντίστοιχες. Στην ευρύτερη περιοχή της Δράμας επρόκειτο να εκδηλωθεί η πρώτη και μαζικότερη σφαγή άμαχου κατεχόμενου πληθυσμού με την έναρξη του Β’ Π. Π. εκ μέρους του κατακτητή ως αντίποινα στην αντίσταση που προβλήθηκε σ’ αυτόν, η οποία ήταν η δεύτερη στην Ευρώπη μετά τη Γιουγκοσλαβία.
Ανατέμνοντας κανείς το ιστορικό πλαίσιο διαπιστώνει ότι προηγήθηκε έκκληση του Στάλιν προς τα Κομμουνιστικά Κόμματα των Βαλκανίων για ένοπλη εξέγερση και αντίσταση στις δυνάμεις του Άξονα, ως κίνηση αντιπερισπασμού στα μετόπισθεν των γερμανικών στρατευμάτων που εισέβαλαν στο έδαφος της Ε.Σ.Σ.Δ.. Εδώ, πρέπει να τονιστεί ότι έως τότε ίσχυε το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ, συνομολογημένο το 1939, «σύμφωνο μη επίθεσης» που παρόπλισε τα Κομμουνιστικά Κόμματα της Ευρώπης και των Βαλκανίων. Ο Στάλιν λοιπόν
κάλεσε τους Ρώσους, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο Γιουγκοσλάβος φιλόσοφος Μιχαήλο Μάρκοβιτς, την επόμενη της γερμανικής επίθεση (22 Ιουνίου 1941) «να σώσουν την πατρίδα(«родина») κι όχι τον κομμουνισμό», συνάμα δε κινητοποίησε την Ορθόδοξη Εκκλησία στον αγώνα εναντίον του κατακτητή. Τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία δίνονται για να τονιστεί η μεγάλη σημασία αφενός της ιδεολογίας στην ενεργοποίηση και κινητοποίηση των υπαρχόντων «εν υπνώσει» δυνάμεων, πράγμα όμως που έκανε τον αγνό πατριωτισμό
δευτερεύουσα συνιστώσα και όργανο της πολιτικής που υπονόμευε μακροπρόθεσμα το εθνικό συμφέρον.
Η προετοιμασία της εξέγερσης στη Δράμα και την ευρύτερη περιοχή της πιστώνεται στην Περιφερειακή Οργάνωση του ΚΚΕ στη Δράμα, η οποία δημιούργησε ένοπλη ομάδα, ήδη από τις αρχές Ιουλίου, με έδρα το βουνό Τσαλ-νταγ στα όρη της Λεκάνης. Προηγήθηκε προπαγάνδιση της μαζικής ένοπλης εξέγερσης εναντίον του κατακτητή. Στόχος ήταν το ταυτόχρονο χτύπημα στην πόλη της Δράμας και στα χωριά της ευρύτερης περιοχής της. Πληροφορίες για την επικείμενη εξέγερση είχαν περιέλθει στις βουλγαρικές αρχές κατοχής, αλλά φαίνεται ότι απ’ αυτές έλειπαν εκείνα τα στοιχεία που θα ολοκλήρωναν την ακριβή εικόνα της επικείμενης εξέγερσης. Ίσως για το λόγο αυτό πρέπει να αποκλειστεί το στοιχείο της προβοκάτσιας. Εντούτοις, το ίδιο το γεγονός της εξέγερσης οι Βούλγαροι θα το εκμεταλλευτούν στο έπαρκο και θα προβούν σε εκτεταμένες σφαγές. Η ημερομηνία έναρξης της εξέγερσης, στις 28 Σεπτεμβρίου 1941, πρέπει να θεωρηθεί μοιραία, διότι στην Αθήνα δημιουργήθηκε το ΕΑΜ. Γράφεται ότι η ηγεσία της Περιφερειακής Οργάνωσης του ΚΚΕ στη Δράμα αφενός έκλεινε ευήκοον ους στο κέλευσμα της Μόσχας, για ένοπλη αντίσταση στον κατακτητή, αφετέρου έπεσε θύμα της φημολογίας για την επικείμενη εξέγερση του βουλγαρικού λαού με την καθοδήγηση και επίνευση του ΚΚΒ. Όσον αφορά το τελευταίο και τη σχέση του με τον βουλγαρικό λαό, είναι διαπιστωμένο σ’ όλη τη διάρκεια του Β’ Π. Π., όπως μας το μεταφέρει ο Μιχαήλο Μάρκοβιτς, ότι «Ο βουλγαρικός λαός είναι προ πολλού διαιρεμένος. Ένα τμήμα του ακολουθεί την εκάστοτε κυβέρνηση και είναι έτοιμο να εκτελέσει κάθε έγκλημα. Το άλλο μέρος είναι προοδευτικό. Απ’ αυτό προέρχονται κάποιοι ηγέτες της Κομμουνιστικής Διεθνούς(Δημητρώφ, Κολάροφ), αλλά δεν λαμβάνει πρωτοβουλίες και κατά κύριο λόγο υπομένει αυτό που συμβαίνει, αναμένοντας κάποιον άλλον να του δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για «επαναστατική» δράση».
Τη νύκτα της 28ης Σεπτεμβρίου και το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου λοιπόν αντάρτες που είχαν συγκροτηθεί σε ομάδες άφησαν τα κρησφύγετα του Τσαλ-νταγ και επιχείρησαν να καταλύσουν τις διοικητικές βουλγαρικές αρχές στα χωριά και την πόλη της Δράμας, όπως και σε μια σειρά χωριά στους πρόποδες του όρου Παγγαίου• χωριά που ανήκαν διοικητικά στους όμορους νομούς Σερρών και Καβάλας αντίστοιχα.
Στην πόλη της Δράμας οι αντάρτες ανατίναξαν ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από το οποίο ηλεκτροδοτούνταν η πόλη, ενώ δεν κατάφεραν να πραγματώσουν με επιτυχία τους υπόλοιπους στόχους του. Η είδηση όμως της επίθεσης στο Δοξάτο έθεσε σε επιφυλακή ήδη από τις 9 η ώρα το βράδυ τις βουλγαρικές δυνάμεις. Στην κωμόπολη του Δοξάτου μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών σκοτώθηκαν εννέα Βούλγαροι και ένας δεκαεπτάχρονος αντάρτης καταγόμενος από τη Χωριστή.
Το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου 1941 βουλγαρικές στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις εκκίνησαν από την πόλη της Δράμας κι άλλες πόλεις για να αποκαταστήσουν την τρωθείσα εξουσία. Τα αντίποινα αρχικά εστιάστηκαν στην πόλη της Δράμας και την κωμόπολη του Δοξάτου και κατόπιν επεκτάθηκαν και στα υπόλοιπα χωριά και ήταν ασύμμετρα σκληρά.
Στην πόλη της Δράμας είχαν συρρεύσει από την προηγουμένη, ημέρα Κυριακή, κάτοικοι των χωριών για τη λαϊκή αγορά που θα γινόταν στις 29 Σεπτεμβρίου, ημέρα Δευτέρα. Έτσι πολλοί από τους χωρικούς συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν με την κατηγορία ότι έλαβαν μέρος στην δραστηριότητα της προηγούμενης νύκτας. Από το πρωί λοιπόν της 29ης Σεπτεμβρίου συλλαμβάνονταν, βασανίζονταν και εκτελούνταν οι κάτοικοι στους δρόμους του κέντρου και των συνοικιών της πόλης. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο παυθείς από τους Βουλγάρους Δήμαρχος Δράμας θεόφιλος Αθανασιάδης(1889-1941). Πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο κατοχικός στρατός δεν στράφηκε εναντίον των Εβραίων και Αρμενίων της πόλης, παρότι ο στόχος της εξέγερσης, δηλαδή η απελευθέρωση, συμπεριελάμβανε κι εκείνους, εντούτοις τα επίχειρα τα έλαβαν μόνον, στη συντριπτική πλειονότητα τους, Έλληνες πολίτες στο γένος.
Στην κωμόπολη του Δοξάτου στρατιωτικό βουλγαρικό απόσπασμα συνέλλαβε και εκτέλεσε αφού οδήγησε έξω από τα όρια της κοινότητας 200 περίπου άνδρες. Στην Χωριστή, από όπου κατάγονταν αρκετοί αντάρτες, συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν 150 άτομα, ενώ εκτελέσεις έγιναν και στα Κύργια. Εντούτοις, οι πυρπολήσεις σπιτιών, οι λεηλασίες και οι εκτελέσεις απλώθηκαν σε όλα τα χωριά, ώστε δεν υπήρξε χωριό που να μη θρηνήσει θύματα. Τα αντίποινα εξαπλώθηκαν και σε περιοχές των Σερρών και της Καβάλας, αλλά και στη Θράκη όπου δεν ξέσπασε καμιά δραστηριότητα ανταρτών. Τα βουλγαρικά στρατεύματα συνεπικουρούνταν και από «βουλγαρίζοντες» Έλληνες πολίτες και σε όλη τη διάρκεια της κατοχής - από τους παραμένοντες στην Ανατολική Μακεδονία που δεν έκαναν αίτηση μετανάστευσης μετά τη Συνθήκη του Νευγί(1919), σαν κι εκείνους που την επομένη της Μικρασιατικής Καταστροφής και της αιχμαλωσίας του στρατού μας, όπως περιγράφεται σε εφημερίδα της εποχής, στην προσπάθεια των Τούρκων ν’ ανακαλύψουν Μικρασιάτες στρατιώτες «….εις το έργον των αυτόν βοηθούνται υπό αριθμό Βουλγαροφώνων αιχμαλώτων στρατιωτών μας, οι οποίοι λησμονήσαντες το προς την Ελλάδα καθήκον των, γίνονται οι καταδόται των συναιχμαλώτων των».
Τα θύματα στις περιοχές Δράμας, Καβάλας και Σερρών υπερβαίνουν τους 2000, όπως καταγράφηκαν από τον ιστορικό-ιστοριοδίφη συμπολίτη μας Δημήτριο Πασχαλίδη, μετά από επιτόπια έρευνα.
Τα αντίποινα ήταν η αφορμή να διευρυνθεί ο αφελληνισμός της περιοχής και αντίστοιχα να εκβουλγαριστεί πάραυτα. Υπήρξε πάγιο βουλγαρικό σχέδιο και απαρέγκλιτη τακτική ο αφελληνισμός της περιοχής αρχής γενομένης από τους Βαλκανικούς Πολέμους, πράγμα που έκανε τους Βουλγάρους να μετέρχονται κάθε μέσο θεμιτό και αθέμιτο ώστε να πετύχουν το σκοπό τους.
Οι σφαγές ήταν μόνον ένα μέσον απ’ όσα χρησιμοποιήθηκαν. Οι βουλγαρικές αρχές κατοχής όμως μετήλθαν και μια σειρά άλλων μέσων, όπως η αντικατάσταση των διοικητικών, οικονομικών και εκκλησιαστικών αρχών με βουλγαρικές αντίστοιχα, η επιβολή και χρήση της βουλγαρικής γλώσσας στην εκπαίδευση, τη διοίκηση και την εκκλησιαστική ζωή, ο εποικισμός με Βουλγάρους, η απόδοση της βουλγαρικής υπηκοότητας, δηλαδή η δημιουργία «βουλγαρογραμμένων », ο νόμος για την «υποχρεωτική απαλλοτρίωση διαφόρων επιχειρήσεων κοινής ωφελείας στις νεοαπελευθερωμένες περιοχές ». Η αγριότητα με την οποία κατέστειλαν οι βουλγαρικές αρχές κατοχής την άνευ προοπτικής πρόχειρη και ασυντόνιστη εξέγερση, εξηγείται και από την οξεία παρατήρηση ότι οι Βούλγαροι είναι ένας από τους πιο αντιφατικούς λαούς στο κόσμο, πράγμα που εκφράζεται στη συμπεριφορά του και αφορά δυο κομμάτια του ίδιου λαού. Την αντινομία αυτής της συμπεριφοράς μπορεί κανείς να την εντοπίσει στο ιστορικό παρελθόν, στη σύζευξη των αιμοβόρων επιθετικών Ασιατών που με αρχηγό το χάνο Ασπαρούχ προωθήθηκαν το 679 και των σχετικά ήρεμων και καλοκάγαθων Σλάβων. Η Βουλγαρία έδειχνε εναλλακτικά το ένα ή το άλλο πρόσωπο, δίχως ιδιαίτερη αντίδραση εκ μέρους του άλλου.
Τέλος, πρέπει να έχουμε κατά νου εκείνη την σοφή διατύπωση του λογοτέχνη ότι «Μόνον αγράμματοι και παράλογοι άνθρωποι μπορούν να θεωρούν ότι το παρελθόν είναι χωρισμένο απ’ το παρόν με έναν αδιαπέραστο και πεθαμένο τοίχο», όπως επίσης εμπρός στο φάσμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όλων αυτών που διακηρύσσονται ως υψηλές αξίες, όπως συναδέλφωση, λήθη, συνεργασία, αγαστή γειτνίαση κ. ά την υπόμνηση εκείνου του διανοουμένου ότι «Μόνον για τον πρωτόγονο, η ιστορία αρχίζει από την ημέρα της γέννησης του».