Τα έθνη στην Καινή Διαθήκη
του Δημ. Μαυρόπουλο
Μετά το τέλος του «Ψυχρού Πολέμου» και με την είσοδο της ανθρωπότητας, την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, διακηρύχτηκε αφενός το «τέλος της Ιστορίας», αφετέρου η «σύγκρουση των πολιτισμών », ως μοχλού επί του οποίου τα κράτη θα συγκρούονταν. Σαφώς και οι δυο θεωρήσεις, των Φράνσις Φουκουγιάμα και Σάμιουελ Χάντιγκτον, όχι μόνον δεν ήταν άσχετες μεταξύ τους, αλλά έρχονταν να συμπληρώσουν η μία την άλλη. «Το τέλος της Ιστορίας» ουσιαστικά αναιρούσε τον μαρξικό ορισμό για την αιτία κίνησης της ιστορίας, όπως αυτός διακηρύχτηκε στην πρώτη φράση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου: «Η ιστορία των μέχρι σήμερα κοινωνιών είναι η ιστορία των ταξικών αγώνων ». Άξιο προσοχής είναι ότι και οι διατυπώσεις, δηλαδή του «Τέλους της Ιστορίας» και της μαρξικού ταξικού αγώνα, επουδενί δεν αμφέβαλλαν για την αίσια έκβασή της Ιστορίας και φυσικά κατέφασκαν στην ευθύγραμμη πορεία της. Την ίδια στιγμή εφόσον διακηρύχτηκε, με την κατάρρευση του διπολισμού και την «ήττα» των σοσιαλιστικών ιδεών, το τέλος της
ιστορίας, έπρεπε να αναζητηθεί εναγωνίως τι θα ήταν αυτό που θα εκκινούσε προς τα εμπρός την ανθρωπότητα και θα λειτουργούσε ως κινητήριος μοχλός την περίοδο της «μεταϊστορίας». Κι αυτό βρέθηκε στον πολιτισμό και στην επικείμενη πολιτιστική σύγκρουση. Στο σημείο ακριβώς αυτό συνδέονταν οι παραπάνω θεωρήσεις και συμπλήρωναν έτσι η μία την άλλη. Βέβαια, και οι δυο θεωρήσεις αφενός προήλθαν από το γεγονός ότι ο αιώνας των σοσιαλιστικών επαναστάσεων έλαβε άδοξο τέλος με την κατάρρευση των οικείων καθεστώτων, άρα αυτό εκλήφθηκε ότι συνέβη σε επίπεδο ιδεών κι όχι ένεκα βίαιης ανατροπής, και αφετέρου ότι η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού ως επιστέγασμα του
κεφαλαιοκρατισμού ήταν γεγονός αναμφισβήτητο. Όμως, αυτός ο μανιχαϊσμός δεν ήταν πρωτόγνωρος, διότι και οι μαρξιστές ενωρίτερα επιχείρησαν να προσδιορίσουν ποιος θα ήταν ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας στις αταξικές κοινωνίες: αταξικότητα και «μεταϊστορία» υπογείως συνδέονταν στη βάση της αναζήτησης του σπινθήρα των αλλαγών και της εξέλιξης. Ο Β.Ι.Λένιν, επί παραδείγματι, θεωρούσε ότι τούτο ήταν η σύγκρουση των γενεών, ενώ ο Μάο Τσετούνγκ το συγκεκριμενοποιούσε στη σύγκρουση του καινούργιου με το παλιό και του σωστού με το λάθος.
Όπως ακριβώς και στον κομμουνισμό που τα έθνη βαλλόταν , μια και θεωρούνταν ότι αυτά γεννήθηκαν με τις γαλλικές επαναστάσεις και την ανάπτυξη της αστικής κοινωνίας, άρα η ύπαρξή τους ήταν χρονικά προσδιορισμένη και περιορισμένη , έτσι και η παγκοσμιοποίηση, στα πλαίσια του «παγκόσμιου χωριού», της πολυπολιτισμικότητας και πολυφελετικότητας, επιχειρεί να αναιρέσει την ύπαρξή τους.
Ενωρίτερα όμως δε θα ήταν άσκοπο να αναφερθεί κανείς και στην εκκλησιαστική ιστορία και σε ένα γεγονός, δανεισμένο από την ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που φανερώνει αυτή την «μεταϊστορικότητα» και «αταξικότητα» δοσμένης ήδη τον 19ο αιώνα και στα πλαίσια της τάσης «αποεθνικοποίησης». Σημειωτέον, τη διαδικασία «αποεθνικοποίησης», την επιχείρησε η Εκκλησία, Ανατολική και Δυτική, σ’ όλη την μακραίωνη ιστορία που ακολούθησε της επιβολής του χριστιανισμού ως νομιμοποιημένου και κυρίαρχου θρησκευτικού
δόγματος και παρ’ όλες τις αντιξοότητες, αναιρέσεις και τις παλινωδίες που την συνόδευαν. Ο Α. Γκράμσι εξετάζοντας το ρόλο των διανοουμένων, οργανικών και παραδοσιακών, και τα ρεύματα της μεταρρύθμισης – αντιμεταρρύθμισης, στα πλαίσια του ρωμαιοκαθολικού κόσμου, υποστηρίζει καταφάσκοντας για τον όρο «αποεθνικοποίηση», ότι αυτός είχε και αρνητικά και θετικά αποτελέσματα. Στα 1872 λοιπόν, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, εν όψει της διαφαινόμενης δημιουργίας σχίσματος εκ μέρους των Βουλγάρων, δηλαδή δημιουργίας
ανεξάρτητης και αυτόνομης βουλγαρικής Εκκλησίας, συνοδικά καταδίκασε, για πρώτη φορά, τον «εθνοφυλετισμό», όπως αποκλήθηκε. Αποκήρυξε «τουτέστι τας φυλετικάς διακρίσεις και τα εθνικάς έρεις και ζήλους και διχοστασίας εν τη του Χριστού Εκκλησίας, ως αντικείμενον τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και τοις Ιεροίς Κανόσιν των μακαρίων πατέρων ημών…. ». Η βουλγαρική εκκλησιαστική κίνηση θα πρέπει να την δει κανείς ως πρελούδιο της εθνικής χειραφέτησης των Βουλγάρων από την οθωμανική εξουσία. Όπως ειπώθηκε παραπάνω για πρώτη φορά η Εκκλησία κατέκρινε τον «εθνοφυλετισμό» ως κριτήριο της εκκλησιαστικής πρακτικής, παρόλο που ήδη με τη σύνοδο του Ναυπλίου το 1833 και υπό την καθοδήγηση της Αντιβασιλείας, ανακηρύχτηκε το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδας.
Εν τούτοις τέτοιου είδους εκκλησιαστικές πρακτικές δεν ήταν πρωτόγνωρες στην ιστορία το αυτό έπραξαν οι βαλκανικοί λαοί και κατά τους μέσους χρόνους. Οι εκκλησιαστικές ανακηρύξεις άλλοτε ήταν ειρηνικές και άλλοτε βίαιες, άλλοτε αναγνωρίστηκαν από την προϊσταμένη εκκλησιαστική αρχή εκουσίως και άλλοτε ακούσια, εξ ανάγκης. Εξαρτιόταν δηλαδή αυτή κάθε φορά από τι διακυβευόταν και τους συσχετισμούς δύναμης που λάμβαναν χώρα. Η σχέση εκκλησιαστικής ανακήρυξης και εθνικής ανεξαρτησίας και αυτονομίας ήταν αλληλοεξαρτώμενη. Παρά ταύτα και σε κάθε περίπτωση αυτό που αναγνωριζόταν ήταν η εθνική ταυτότητα, η ετερότητα και διαφορετικότητα των λαών. Ο Ν. Σβορώνος μάλιστα
υποστηρίζει ότι και οι »αιρέσεις» εκδηλώνονταν στη βάση διαφοροποίησης των λαών από τον κίνδυνο ομογενοποίησης τους, που στην περίπτωση του ανατολικού κόσμου εκδηλωνόταν ως αντίδραση στον «εξελληνισμό». Η «αίρεση» δηλαδή εμφανίζονταν ως όπλο και καταφύγιο κάτω από την ανάγκη διαφύλαξης της εθνικής ταυτότητας. Κάτι τέτοιο συνέβη με τον Μανιχαϊσμό και το Μονοφυσιτισμό.
Η Βουλγαρία λοιπόν εξασφάλισε την ανεξαρτησία της Εκκλησίας της, παρά την επικυριαρχία του Βυζαντίου, επί Βόριδος Α’(852-889), με επιδέξιες πολιτικές κινήσεις προς τον πάπα της Ρώμης . Αργότερα επί Συμεών(890-927) και όταν αυτός κατήγαγε μια σειρά από στρατιωτικές επιτυχίες εναντίον των Βυζαντινών, όχι μόνο σφετερίστηκε τον τίτλο του βασιλιά των Βουλγάρων και των Ρωμαίων, αλλά κήρυξε και τη βουλγαρική Εκκλησία ανεξάρτητη δίνοντας στον επικεφαλής της τον τίτλο του πατριάρχη .Η δε σερβική Εκκλησία το ίδιο έπραξε, υπό
την πνευματική καθοδήγηση του Αγίου Σάββα του Σέρβου(1175-1236), το 1219 . Της ανακηρύξεως σε Αρχιεπισκοπή των σερβικών εδαφών, ακολούθησε η ανακήρυξη του Στέφανου ως «βασιλεύς πασών των σερβικών χωρών και των Παραλίων ». Έτσι το όμαιμο, το ομόγλωσσο, το ομότροπο και το ομόθρησκο αφενός έδειχναν να ανθίστανται και να κινούνται φυγόκεντρα κι όχι κεντρομόλα, όπως αντίθετα επιθυμούσαν η αυτοκρατορική και πατριαρχική εξουσία. Η ειρωνεία της ιστορίας ήταν ότι αυτή έτεινε να επιβεβαιώνει τον ηροδότειο ορισμό περί έθνους, όπως διατυπώθηκε για το ελληνικό:» «Αύτις δε το Ελληνικόν, εόν όμαιμον τε και ομόγλωσσον, και θεών τε ιδρύματα τε κοινά και θυσίας ήθεα τε ομότροπα… »(Η, 144).
Απομένει να δει κανείς στα πλαίσια του χριστιανισμού και συγκεκριμένα εντός της Καινής Διαθήκης ποια ήταν η στάση του Κυρίου και κατ’ επέκταση των Ευαγγελιστών απέναντι στην ύπαρξη των εθνών, αν δηλαδή ο Χριστός ή οι άμεσα συνεχιστές του έργου Του στόχευαν στην κατάργηση των εθνών, ερώτημα το οποίο γίνεται έτι επιτακτικότερο με την επέλαση της παγκοσμιοποίησης και της κατάργησης του τριπτύχου έθνος-κράτος-σύνορα. Καταργούνται λοιπόν τα έθνη ή όχι με την διδασκαλία του Κυρίου;
Σαφώς ο Κύριος τονίζει, στο διάλογο με τη Σαμαρείτισσα , τους οποίους Σαμαρείτες οι Ιουδαίοι θεωρούσαν ημιεθνικούς , ότι «ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν ».
Όλη την Καινή Διαθήκη τη διαπερνά η αντίθεση «έθνη» και «περιούσιου λαού» στη βάση του θρησκευτικού πιστεύω . Εν τούτοις υπάρχουν περιπτώσεις όπου και ο περιούσιος λαός αποκαλείται έθνος, με την έννοια αφενός των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που διέπουν το όρο, δηλαδή το όμαιμο, ομόγλωσσο, ομόθρησκο και ομότροπο και αφετέρου από τη θέση του δίπλα στους κατακτημένους της ρωμαϊκής εξουσίας. Οι Ρωμαίοι ως κατακτητές αντιπαρέβαλλαν την εξουσία τους από τις δικαιοδοσίες που είχαν δοθεί στο Συνέδριο των Εβραίων. Έτσι, ο Πιλάτος μη επιθυμώντας να δικάσει κάποιον για του οποίου την ενοχή αμφέβαλλε προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποποιηθεί το βάρος της ευθύνης που τεχνηέντως επιχειρούν να του προσάψουν οι Εβραίοι, ενδεχομένως όμως κινούμενος και από άλλα κίνητρο . Στη συζήτηση με τον Κύριο, ο Ρωμαίος πραίτορας θα διακρίνει το έθνος των Εβραίων από την εξουσία που αυτός εκπροσωπεί και συγχρόνως θα τονίσει την εθνική αντιπροσώπευση αυτού του έθνους από την πνευματική του ηγεσία, δηλαδή τους αρχιερείς: «το έθνος το σον και οι αρχιερείς παρέδωκαν σε εμοί τι εποίησας; » Στη θεραπεία του δούλου του εκατόνταρχου, οι σταλμένοι από τον Ρωμαίο αξιωματούχο Ιουδαίοι πρεσβύτεροι Του είπαν ότι αυτός (ο εκαντόνταρχος) «αγαπά γαρ το έθνος ημών, και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν ημίν ». Τη διάκριση μεταξύ Ιουδαίου και εθνικού, ο Κύριος την κάνει, σε σχέση πάντα με το ευαγγελιζόμενο κήρυγμα Του, τόσο που μέλη διαφόρων επαγγελματικών και κοινωνικών τάξεων, εφόσον βρίσκονταν εκτός του σωτηριολογικού λόγου, ταυτίζονταν με τους εθνικούς. Δίνοντας λοιπόν συμβουλή στους πταίοντες και προτείνοντας τη συγχώρεση τους λέει: « εάν δε παρακούση αυτών, ειπέ τη εκκλησία εάν δε και της εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης ». Έχοντας κατά νου την ύπαρξη των εθνών του καιρού Του τους παροτρύνει να είναι απτόητοι στους επικείμενους διωγμούς, διότι έτσι θα δώσουν μαρτυρία της πίστης τους και στα υπόλοιπα έθνη: «και επί ηγεμόνας δε και βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού εις μαρτυρίον αυτοίς και τοις έθνεσιν ». Ο Κύριος δεν έκανε διάκριση Ιουδαίων και εθνικών όσον αφορά το κάλεσμα Του και όπως είπε ο Απόστολος Πέτρος «αλλ’ εν παντί έθνει ο φοβούμενος αυτόν και εργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αυτώ εστι ». Η άρνηση των Ιουδαίων να δεχτούν επανειλημμένα τη διδασκαλία του Κυρίου αναγκάζει τους Αποστόλους να στραφούν προς τα έθνη. Στην πρώτη περιοδεία του ο Απόστολος των Εθνών, μαζί με το μαθητή του Βαρνάβα, θα απευθυνθούν προς τους ομοεθνείς τους έτσι «…επειδή δε απωθείσθε αυτόν και ουκ αξίους κρίνεται εαυτούς της αιωνίου ζωής, ιδού στρεφόμεθα εις τα έθνη ». Μάλιστα ο Απόστολος Παύλος, όπως και ο Κύριος, συγκαταριθμούσε επιδεικτικά τους Έλληνες, ανάμεσα στα έθνη. Έφθανε δε στο σημείο, ο Παύλος, να ενστερνίζεται τη διάκριση Ελλήνων και βαρβάρων, όχι όμως για να υποβιβάσει τους δευτέρους, αλλά για να τους εξισώσει: «Έλλησί τε και βάρβαροις, σοφοίς τε και ανοήτοις οφειλέτης ειμί».
Στο ζήτημα της γλώσσας, δηλαδή του ομόγλωσσου ως στοιχείου του έθνους, είναι σημαντικό να παρατηρηθεί ότι ο χριστιανισμός ευθύς εξαρχής αναγνωρίζει και σέβεται τη διαφορετικότητά του. Επί του σταυρού η επιγραφή ήταν γραμμένη και στις τρεις «ιερές» γλώσσες, όπως αποκλήθηκαν αργότερα, δηλαδή στα ελληνικά, στα λατινικά και στα εβραϊκά . Στην επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος το πλήθος γινόταν αυτήκοο της δικής του γλώσσας: « γενομένης δε της φωνής ταύτης συνήλθε το πλήθος και συνεχύθη, ότι ήκουον εις έκαστος τη ιδία διαλέκτω λαλούντων αυτών . Ο Κύριος τέλος θεώρησε ότι ο προσηλυτισμός των Ελλήνων, θα σήμαινε ότι η νέα πίστης επρόκειτο να διαδοθεί και να επικρατήσει, ένεκα της παγκοσμιότητας της γλώσσας: «Ήσαν δε τινές Έλληνες εκ των αναβαινόντων ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή….ο δε Ιησούς απεκρίνατο αυτοίς λέγων• ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου ».
Αλλά και στο ζήτημα των «ομότροπων ηθών», ετέρου στοιχείου του έθνους, η νέα πίστη θα ξεπεράσει το σκόπελο της περιτομής , τον οποίο έθεταν οι εξ Ιουδαίων χριστιανοί για τους εθνικούς. Η περιτομή ως ιδιαίτερο επίκτητο χαρακτηριστικό του εβραϊκού λαού λάμβανε και φυλετικά χαρακτηριστικά, διότι μια σειρά άλλων εθνών ήσαν απερίτμητα. Η αποδοχή των εθνικών από τους Ιουδαίους, αρχικά, φαίνεται ότι προσέκρουε σ’ αυτή τη διαφορά. Γι’ αυτό ο Παύλος κατά τη δεύτερη περιοδεία του έκανε με τα ίδια του τα χέρια περιτομή στον Τιμόθεο , παρότι η μητέρα του ήταν Ιουδαία στο γένος και ο πατέρας του Έλληνας. Στη διαμάχη Παύλου και Πέτρου, ο πρώτος θα τονίσει ότι η ένταξη των εθνικών δεν μπορεί να συνοδευτεί με την πολιτιστική ισοπέδωση και την υιοθέτηση των αλλότριων εθίμων από την πλευρά των εθνικών, στη συγκεκριμένη περίπτωση των ιουδαϊκών εθίμων, αλλά η ουσία της ένταξής τους βρίσκεται στην πίστη .
Στο κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος επανειλημμένα, ονομάζει τον εαυτό του «διδάσκαλο των εθνών » στον Άρειο Πάγο θα δοθεί μια ερμηνεία για την καταγωγή των εθνών, τον χρόνο εμφάνισης τους, όπως επίσης, πράγμα σημαντικό, την οριοθέτηση των συνόρων εντός των οποίων αυτά θα ζουν. Θα πει μπροστά στους Αθηναίους ο Απόστολος των Εθνών: «εποίησε τε εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν πρόσωπον της γης, ορίσας προστεταγμένους καιρούς και τας οριοθεσίας της κατοικίας αυτών ».
Tέλος, με τη Δευτέρα Παρουσία, όπου όπως ομολογείται στο Σύμβολο της Πίστης ο Χριστός θα επανέλθει επί της γης «κρίναι ζώντας και νεκρούς», θα συναχθούν «…. έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ’ αλλήλων ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα αυτού . Άρα η ύπαρξη των εθνών αναμφίβολα επιβεβαιώνεται, το κριτήριο της κρίσης θα είναι ατομικό και η ευθύγραμμη πορεία της ιστορίας οδηγείται στην αίσια έκβασή της. Η διδασκαλία του Κυρίου δεν είχε στόχο να πλήξει τα έθνη, αλλά επρόκειτο περί κλήσεως ενός έκαστου ανθρώπου, ανεξαρτήτου φυλής, εθνικότητας, τάξης και μόρφωσης.
Δημοσιεύτηκε στο «Ρόπτρο», περιοδική έκδοση Μετεκπαιδευμένων δασκάλων Διδασκαλείου «Δημήτρης Γληνός», Π.Τ.Δ.Ε-Α.Π.Θ, τεύχος 17, Δεκέμβριος 2006, σσ.17-31.